Τοποθέτησα την υπόθεσή μου στο τίποτα
Και τι δεν θα έπρεπε να ήταν υπόθεσή μου! Πρώτα απ’ όλα, η καλή
υπόθεση, μετά η υπόθεση του Θεού, η υπόθεση της ανθρωπότητας,
της αλήθειας, της ελευθερίας, της ανθρωπιάς, της δικαιοσύνης· περαιτέρω,
η υπόθεση του λαού μου, του ηγεμόνα μου, της πατρίδας μου·
τέλος, η υπόθεση του πνεύματος, και χίλιες άλλες υποθέσεις. Μόνον
η δική μου υπόθεση δεν πρέπει ποτέ να είναι υπόθεσή μου. «Ντροπή
στον εγωιστή, που σκέφτεται μόνο τον εαυτό του!»

Τι συμβαίνει τώρα με την ανθρωπότητα, την οποίας την υπόθεση
πρέπει να κάνουμε δική μας; Είναι η υπόθεσή της υπόθεση ενός άλλου,
και υπηρετεί η ανθρωπότητα μια ανώτερη υπόθεση; Όχι, η ανθρωπότητα
βλέπει μόνο τον εαυτό της, η ανθρωπότητα θέλει να προωθήσει
μόνο την ανθρωπότητα, η ανθρωπότητα είναι υπόθεση του εαυτού
της

Ο Θεός και η ανθρωπότητα δεν τοποθέτησαν την υπόθεσή τους σε
τίποτε, σε τίποτε άλλο εκτός από τον εαυτό τους. Γι’ αυτό κι εγώ θα
τοποθετήσω την υπόθεσή μου σε μένα, που είμαι εξίσου με τον Θεό
το τίποτε όλων των άλλων, που είμαι το παν μου, που είμαι ο μοναδικός.

Αν ο Θεός, αν η ανθρωπότητα, όπως βεβαιώνετε, έχουν μέσα τους
αρκετό περιεχόμενο για να είναι το παν του παντός για τον εαυτό
τους, τότε αισθάνομαι ότι αυτό το πράγμα θα μου λείπει ακόμη λιγότερο,
και ότι δεν θα έχω παράπονα για την «κενότητά» μου. Δεν είμαι
τίποτε, με την έννοια της κενότητας, είμαι όμως το δημιουργικό
μηδέν, το μηδέν από το οποίο εγώ ο ίδιος ως δημιουργός δημιουργώ
τα πάντα.
Μακριά λοιπόν κάθε υπόθεση που δεν είναι πέρα για πέρα δική
μου! Νομίζετε πως τουλάχιστον η «καλή υπόθεση» θα έπρεπε να είναι
δική μου υπόθεση; Τι είναι καλό, τι κακό; Εγώ είμαι ο ίδιος η υπόθεσή
μου, και δεν είμαι ούτε καλός ούτε κακός. Και τα δύο δεν έχουν
για μένα κανένα νόημα.
Το θεϊκό είναι υπόθεση του Θεού· το ανθρώπινο, «του ανθρώπου».
Η δική μου υπόθεση δεν είναι το θεϊκό ούτε το ανθρώπινο, δεν είναι
το αληθινό, το καλό, το δίκαιο, το ελεύθερο κ.ο.κ.· είναι μόνο το δικό
μου, και δεν είναι γενική, αλλά -μοναδική, όπως είμαι κι εγώ μοναδικός.

Για μένα, τίποτε δεν βρίσκεται πάνω από μένα!

Το παιδί ήταν ρεαλιστικό, πιασμένο από τα πράγματα αυτού του
κόσμου, ώσπου σιγά-σιγά κατάφερε να πάει πίσω από τα πράγματα·
ο νέος ήταν ιδεαλιστικός, ενθουσιασμένος από σκέψεις, ώσπου έγινε,
αφού δούλεψε γι’ αυτό, άντρας, ο εγωιστικός άντρας, που χειρίζεται
τα πράγματα και τις σκέψεις σύμφωνα με την ευχαρίστηση
της καρδιάς του και θέτει το προσωπικό του συμφέρον πάνω απ’ όλα.

εγώ βρίσκω τον εαυτό μου πίσω από τα πράγματα και μάλιστα
ως πνεύμα, έτσι οφείλω αργότερα να τον βρω και πίσω από τις
σκέψεις, ως δημιουργός και ιδιοκτήτης τους.

Όσο θαρραλέα
και αντρίκια κι αν μπορούσαν να φερθούν απέναντι στη βία των
πραγμάτων οι αρχαίοι, όφειλαν μολαταύτα να την αναγνωρίσουν και δεν μπορούσαν
να κάνουν αλλιώς από το να προφυλάξουν τη ζωή τους απ’
αυτή όσο καλύτερα γινόταν. Μόνον αργότερα αναγνώρισαν ότι η «αληθινή
ζωή» τους δεν ήταν αυτή που έκαναν στον αγώνα εναντίον των
πραγμάτων του κόσμου, αλλά η «πνευματική», η «απομακρυσμένη»
απ’ αυτά τα πράγματα· και όταν το είδαν αυτό, έγιναν χριστιανοί, δηλαδή
οι «νεότεροι» και οι νεωτεριστές σ’ αντίθεση προς τους αρχαίους.
Η απομακρυσμένη από τα πράγματα, η πνευματική ζωή, δεν
παίρνει πια καμιά τροφή από τη φύση, αλλά «ζει μόνο με σκέψεις»,
και γι’ αυτό δεν είναι πια «ζωή», αλλά -σκέψη.
Δεν πρέπει όμως να νομίσει κανείς ότι οι αρχαίοι ήταν δίχως σκέψεις,
όπως ακριβώς είναι αδιανόητο να είναι δίχως ζωή και ο πνευματικότερος
των ανθρώπων.

Το να πρέπει να αγαπάς τον σωματικό άνθρωπο, με δέρμα και μαλλιά,
αυτό δεν ήταν πια «πνευματική» εγκαρδιότητα, αλλά προδοσία
της «καθαρής» εγκαρδιότητας, του «θεωρητικού ενδιαφέροντος».
Διότι δεν πρέπει να φαντάζεται κανείς την καθαρή εγκαρδιότητα σαν
εκείνη την ευπροσηγορία που τον κάνει να σφίγγει το χέρι κάθε άλλου·
αντίθετα, η καθαρή εγκαρδιότητα δεν είναι εγκάρδια απέναντι
σε κανέναν, είναι μόνον θεωρητικό ενδιαφέρον, έγνοια για τον άνθρωπο
ως άνθρωπο, όχι ως πρόσωπο

Το πνεύμα. Το βασίλειο των πνευμάτων είναι απίστευτα μεγάλο,
το πνευματικό απείρως πολύ: ας δούμε λοιπόν τι είναι πραγματικά
αυτό το πνεύμα, αυτή η κληρονομιά των αρχαίων.
Από τους πόνους της γέννας τους προέκυψε, αλλά οι ίδιοι δεν μπορούσαν
να εκφραστούν ως πνεύμα· μπόρεσαν να το γεννήσουν, αλλά
να μιλήσει όφειλε το ίδιο. Ο «γεννημένος Θεός, ο υιός του ανθρώπου»
είναι ο πρώτος που είπε τη λέξη ότι το πνεύμα, δηλαδή, αυτός, ο Θεός,
δεν έχει καμιά δουλειά με το γήινο και με τις επίγειες σχέσεις, αλλά
αποκλειστικά με το πνεύμα και τις πνευματικές σχέσεις.

Ποιον όμως σκέφτεσαι κάτω από το όνομα του εγωιστή; Έναν άνθρωπο
που αντί να ζει για μια ιδέα, δηλαδή για ένα πνευματικό
πράγμα, και να θυσιάζει γι’ αυτό το προσωπικό του όφελος, υπηρετεί
το τελευταίο. Ένας καλός πατριώτης π.χ. προσάγει τη θυσιαστήρια
προσφορά του στον βωμό της πατρίδας· είναι αναμφισβήτητο όμως
ότι η πατρίδα είναι μια ιδέα, διότι για τα ζώα, που είναι ανίκανα
για πνεύμα, ή για τα παιδιά, που δεν έχουν ακόμη πνεύμα, δεν υπάρχει
ούτε πατρίδα ούτε πατριωτισμός. Αν τώρα κάποιος δεν αποδεικνύεται
καλός πατριώτης, φανερώνει τον εγωισμό του σε σχέση με
την πατρίδα. Και το ίδιο γίνεται σε αναρίθμητες άλλες περιπτώσεις:
όποιος, μέσα στην ανθρώπινη κοινωνία, αντλεί όφελος από ένα προνόμιο,
διαπράττει το αμάρτημα του εγωισμού ενάντια στην ιδέα της
ισότητας· όποιος ασκεί κυριαρχία, κατηγορείται ως εγωιστής ενάντια
στην ιδέα της ελευθερίας κ.ο.κ.
Περιφρονείς τον εγωιστή επειδή βάζει το πνευματικό πίσω από το
προσωπικό και νοιάζεται για τον εαυτό του, ενώ εσύ θα ήθελες να τον
δεις να δρα για την αγάπη μιας ιδέας. Αυτό που σας ξεχωρίζει είναι
ότι εσύ κάνεις κεντρικό σημείο το πνεύμα, ενώ εκείνος τον εαυτό του·
ή ότι εσύ χωρίζεις το εγώ σου στα δυο και ανυψώνεις το «καθαυτό εγώ»
σου, το πνεύμα, σε εξουσιαστή του υπόλοιπου, που έχει μικρότερη
αξία, ενώ εκείνος δεν θέλει να ξέρει τίποτε γι’ αυτή τη διαίρεση,
και επιδιώκει, κατά την όρεξη του, πνευματικά και υλικά ενδιαφέροντα.

Κοίτα κοντά ή μακριά, ένας κόσμος φαντασμάτων σε περιβάλλει από
παντού· έχεις πάντα «εμφανίσεις» ή οράματα. Καθετί που εμφανίζεται
σε σένα, είναι μόνον η φαινομενικότητα ενός πνεύματος που
κατοικεί μέσα σου, είναι μια φαντασματική «εμφάνιση»· ο κόσμος είναι
για σένα μόνον ένας «φαινόμενος κόσμος», πίσω από τον οποίο
βαδίζει το πνεύμα. «Βλέπεις πνεύματα.»

«Συνεπώς, αυτό που σκέφτεσαι δεν είναι μόνον
η σκέψη σου;» «Αντίθετα, είναι το πραγματικό, το καθαυτό αληθινό
που υπάρχει στον κόσμο: είναι η ίδια η αλήθεια· αν σκέφτομαι αληθινά,
σκέφτομαι την αλήθεια. Μπορεί, βέβαια, να απατηθώ σχετικά
με την αλήθεια, και να την παραγνωρίσω· μα αν αναγνωρίζω αληθινά,
το αντικείμενο της γνώσης μου είναι η αλήθεια.» «Προσπαθείς λοιπόν
πάντα να αναγνωρίσεις την αλήθεια;» «Για μένα η αλήθεια είναι ιερή.
Μπορεί βέβαια να συμβεί να βρω μια αλήθεια ατελή και να την αντικαταστήσω
με μια καλύτερη, αλλά δεν μπορώ να καταργήσω την αλήθεια.
Πιστεύω στην αλήθεια, και γι’ αυτό τη διερευνώ· τίποτε δεν
την ξεπερνάει, είναι αιώνια.

Τα ιερά πράγματα υπάρχουν μόνο για τον εγωιστή που δεν αναγνωρίζει
τον εαυτό του, για τον αθέλητο εγωιστή, γι’ αυτόν που πάντα
αναζητά το δικό του, και όμως δεν θεωρεί τον εαυτό του υπέρτατο
ον. γι’ αυτόν που υπηρετεί μόνον τον εαυτό του και συγχρόνως πιστεύει
πάντα ότι υπηρετεί ένα ανώτερο ον, γι’ αυτόν που δεν ξέρει τίποτε
ανώτερο από τον εαυτό του κι όμως ενθουσιάζεται για κάτι ανώτερο·
κοντολογίς, για τον εγωιστή που δεν θα ήθελε να ήταν εγωιστής,
και υποβιβάζει τον εαυτό του, δηλαδή πολεμά τον εγωισμό του,
αλλά συγχρόνως υποβιβάζει τον εαυτό του μόνο για «να ανυψωθεί»
και συνεπώς να ικανοποιήσει τον εγωισμό του. Επειδή θα ήθελε να
πάψει να είναι εγωιστής, αναζητά σε γη και ουρανό ανώτερα όντα τα
οποία υπηρετεί και για τα οποία θυσιάζεται· όσο κι αν τραντάζει όμως
και ταλαιπωρεί τον εαυτό του, τελικά κάνει τα πάντα για χάρη
του, και ο δυσφημισμένος εγωισμός δεν τον εγκαταλείπει. Γι’ αυτό
τον ονομάζω αθέλητο εγωιστή.

Ο κόπος και η φροντίδα του να απαλλαχτεί από τον εαυτό του δεν
είναι παρά η παρανοημένη ενόρμηση για αυτοδιάλυση. Αν είσαι δεμένος
στην περασμένη ώρα σου, αν πρέπει να ψελλίζεις σήμερα επειδή
ψέλλιζες και χθες52, αν δεν μπορείς να αλλάξεις τον εαυτό σου κάθε
στιγμή, αισθάνεσαι δεμένος στα δεσμά του σκλάβου και αποσβολωμένος.
Ως εκ τούτου, πάνω από κάθε λεπτό της ύπαρξής σου σού
γνέφει ένα φρέσκο λεπτό του μέλλοντος, και μπορείς, αναπτύσσοντας
τον εαυτό σου, να απαλλαχτείς «από τον εαυτό σου», δηλαδή από
τον εαυτό που είχες εκείνη τη στιγμή. Έτσι όπως είσαι την κάθε
στιγμή, είσαι δικό σου δημιούργημα, και σ’ αυτό το «δημιούργημα»
δεν θέλεις να χάσεις τον εαυτό σου, τον δημιουργό. Είσαι ο ίδιος ανώτερο
ον απ’ ό,τι είσαι, και ξεπερνάς τον εαυτό σου. Αλλά το ότι είσαι
αυτό που είναι ανώτερο από σένα, δηλαδή το ότι είσαι, όχι απλώς δημιούργημα,
αλλά ομοίως και δημιουργός σου -ακριβώς αυτό αποτυχαίνεις,
ως αθέλητος εγωιστής, να αναγνωρίσεις· και γι’ αυτό η «ανώτερη
ουσία» είναι για σένα κάτι ξένο. Κάθε ανώτερη ουσία, όπως η αλήθεια,
η ανθρωπότητα κ.ο.κ, είναι μια ουσία πάνω από μας.

Οι αθεϊστές είναι γεμάτοι σαρκασμό για το ανώτερο ον,
που τιμήθηκε επίσης με το όνομα «υπέρτατο ον» ή Être suprême, και
συνεχίζουν να ποδοπατούν τη μια μετά την άλλη «απόδειξη της ύπαρξής
του», δίχως να αντιληφθούν ότι οι ίδιοι καταστρέφουν το παλιότερο
ανώτερο ον από ανάγκη για ένα καινούργιο, το οποίο βάζουν
στη θέση του πρώτου. Μήπως δεν είναι «ο άνθρωπος» ανώτερο ον από
τον μεμονωμένο, ατομικό άνθρωπο, και δεν τιμούνται, δεν θεωρούνται
ιερές οι αλήθειες, τα δικαιώματα και οι ιδέες, που απορρέουν
από την έννοιά του, σαν αποκαλύψεις αυτής της έννοιας;

Αν εγώ νοιάζομαι και
φροντίζω για σένα, επειδή σε αγαπώ, επειδή η καρδιά μου βρίσκει σε
σένα την τροφή της και η ανάγκη μου την ικανοποίησή της, αυτό δεν
συμβαίνει για χάρη μιας ανώτερης ουσίας της οποίας το καθαγιασμένο
σώμα είσαι εσύ, δεν συμβαίνει επειδή εγώ βλέπω σε σένα ένα φάντασμα,
δηλαδή ένα εμφανιζόμενο πνεύμα, αλλά από εγωιστική ευ-
χαρίστηση: εσύ ο ίδιος με την ουσία σου αξίζεις για μένα, διότι η ουσία
σου δεν είναι ανώτερη, ανώτερη και γενικότερη από σένα, είναι
μοναδική όπως κι εσύ ο ίδιος, επειδή είναι εσύ.

Δεν «στοιχειώνει» όμως μόνον ο άνθρωπος, αλλά τα πάντα. Η ανώτερη
ουσία, το πνεύμα, που περιφέρεται μέσα σε καθετί, είναι την ίδια
στιγμή δεμένο με το τίποτε και μόνον -«εμφανίζεται» σ’ αυτό.
Φαντάσματα σε κάθε γωνιά!
Εδώ θα ήταν το κατάλληλο μέρος για να κάνουμε μια επισκόπηση
των πνευμάτων, αν δεν έπρεπε να επανεμφανιστούν παρακάτω, προκειμένου
να εξαφανιστούν μπροστά στον εγωισμό. Γι’ αυτό ας αναφέρουμε
μερικά εν είδει παραδειγμάτων, προκειμένου να πάμε στη
στάση που πρέπει να κρατάμε απέναντι τους.
Ιερό π.χ. είναι πάνω απ’ όλα το «άγιο πνεύμα», ιερή η αλήθεια, ιερό
το δίκαιο, ο νόμος, μια καλή υπόθεση, η μεγαλειότητα, ο γάμος, το
κοινό καλό, η τάξη, η πατρίδα κ.ο.κ.

Η λασκαρισμένη βίδα
Άνθρωπε, το κεφάλι σου είναι στοιχειωμένο· έχεις λασκαρισμένη
βίδα! Φαντάζεσαι μεγάλα πράγματα, και ζωγραφίζεις για σένα έναν
ολόκληρο κόσμο θεών, που υπάρχει για σένα, ένα βασίλειο πνευμάτων,
όπου είσαι καλεσμένος, ένα ιδεώδες, που σου γνέφει. Έχεις μια
έμμονη ιδέα!
Μην νομίζεις ότι αστειεύομαι ή μιλώ μεταφορικά, όταν θεωρώ αληθινούς
τρελούς, τρελούς για το τρελοκομείο, τους ανθρώπους που
κρεμιούνται από το ανώτερο (κι αυτό ισχύει σχεδόν για όλους τους
ανθρώπους, αφού η μεγάλη πλειονότητα είναι τέτοιοι). Τι είναι αυτό
που λέγεται «έμμονη ιδέα»; Μια ιδέα που έχει υποτάξει τον άνθρωπο
σ’ αυτήν. Αν αντιληφθείτε ότι μια τέτοια έμμονη ιδέα είναι τρέλα,
κλείνετε τον δούλο της στο φρενοκομείο. Η αλήθεια της πίστης όμως,
για την οποία δεν πρέπει να αμφιβάλλουμε, η μεγαλειότητα π.χ. του
λαού, στην οποία δεν πρέπει να επιτιθέμαστε (όποιος το κάνει είναι
ένοχος εσχάτης προδοσίας), η αρετή, ενάντια στην οποία ο λογοκριτής
δεν αφήνει να περάσει ούτε λέξη, προκειμένου να διατηρήσει καθαρή
την ηθικότητα κτλ., δεν είναι αυτά «έμμονες ιδέες»; Όλη η βλακώδης
φλυαρία των περισσότερων εφημερίδων μας π.χ. δεν είναι μωρολόγημα
τρελών που πάσχουν από την έμμονη ιδέα της ηθικότητας,
της νομιμότητας, του χριστιανισμού κτλ. και που φαίνονται να περι-
φέρονται ελεύθεροι επειδή το τρελοκομείο μέσα στο οποίο περπατούν
πιάνει πολύ μεγάλο χώρο; Θίξτε την έμμονη ιδέα ενός τέτοιου
τρελού και αμέσως θα πρέπει να φυλάξετε την πλάτη σας από τα ύπουλα
χτυπήματα του παράφρονα. Γιατί αυτοί οι μεγάλοι παράφρονες
μοιάζουν και σ’ αυτό τους λεγόμενους μικρούς παράφρονες: ορμούν
ύπουλα σ’ εκείνον που θίγει την έμμονη ιδέα τους.

Εγώ όμως δεν φοβάμαι την κατάρα και λέω: οι αδελφοί
μου είναι θεότρελοι. Είτε ένας φτωχός τρελός του τρελοκομείου
είναι κυριευμένος από τη φαντασίωση ότι είναι ο Πατήρ Θεός, ο αυτοκράτορας
της Ιαπωνίας, το άγιο πνεύμα κτλ., είτε ένας βολεμένος
αστός φαντάζεται ότι ο προορισμός του είναι να είναι καλός χριστιανός,
πιστός προτεστάντης, νομοταγής πολίτης, ενάρετος άνθρωπος
κτλ. -πρόκειται για την ίδια «έμμονη ιδέα»

όπως οι συγγραφείς
γεμίζουν ολόκληρες φυλλάδες για το κράτος, δίχως να θέτουν υπό
ερώτηση την έμμονη ιδέα του κράτους, όπως οι εφημερίδες μας είναι
μπουκωμένες από πολιτική, επειδή κατατρύχονται από την ψευδαίσθηση
ότι ο άνθρωπος δημιουργήθηκε για να είναι ένα ζώον πολιτικόν58,
έτσι και οι υπήκοοι συνεχίζουν να φυτοζωούν μέσα στην υποταγή,
οι ενάρετοι μέσα στην αρετή, οι φιλελεύθεροι στην «ανθρώπινη
ιδιότητα» κ.ο.κ., δίχως ποτέ να βάζουν το κοφτερό μαχαίρι της κριτικής
σ’ αυτές τις έμμονες ιδέες. Αξερίζωτες, σαν τις παραισθήσεις ενός
παράφρονα, οι σκέψεις αυτές παραμένουν ακλόνητες και όποιος
τις θέτει εν αμφιβόλω, αυτός τα βάζει με το ιερό! Ναι, η «έμμονη ιδέα»,
αυτό είναι το αληθινά ιερό!
Δεν συναντάμε παρά κατεχόμενους από τον διάβολο ή δεν πέφτου-
με εξίσου συχνά σε ανθρώπους κατεχόμενους από το αντίθετο, από
το καλό, την αρετή, την ηθικότητα, τον νόμο ή τη μια ή την άλλη «αρχή»;
Οι κατοχές του διαβόλου δεν είναι οι μόνες. Ο Θεός δρα πάνω
μας όπως κι ο διάβολος: στην πρώτη περίπτωση έχουμε «έργα της
θείας χάριτος», στη δεύτερη «έργα του διαβόλου». Οι κατεχόμενοι είναι
προσηλωμένοι στις γνώμες τους.
Αν η λέξη «κατοχή» δεν σας αρέσει, ονομάστε την προ-κατάληψη·
μάλιστα, αφού το πνεύμα σάς κατέχει, και απ’ αυτό έρχονται όλες οι
«εμπνεύσεις», ονομάστε την έμπνευση και ενθουσιασμό. Προσθέτω
ότι ο πλήρης ενθουσιασμός -γιατί δεν μπορούμε να σταματήσουμε σε
ένα μισό και τεμπέλικο ενθουσιασμό- ονομάζεται φανατισμός.

Παρατηρήστε πώς συμπεριφέρεται ένας «ηθικός άνθρωπος», που
σήμερα συχνά σκέφτεται ότι έχει τελειώσει με τον Θεό και πετάει πέρα
τον χριστιανισμό σαν απαρχαιωμένο πράγμα. Αν τον ρωτήσει κανείς
αν αμφέβαλε ποτέ σχετικά με το αν η συνουσία μεταξύ αδελφού
και αδελφής είναι αιμομιξία, αν η μονογαμία είναι η αλήθεια του γάμου,
αν η ευσέβεια είναι ιερό καθήκον κ.ο.κ

Έτσι, λέει ο Προυντόν αδίστακτα: «Ο άνθρωπος είναι προορισμένος
να ζει χωρίς θρησκεία, αλλά ο ηθικός νόμος είναι αιώνιος και
απόλυτος. Ποιος θα τολμούσε σήμερα να επιτεθεί στην ηθική;72» Οι ηθικοί
άνθρωποι έβγαλαν το καλύτερο κομμάτι από τη θρησκεία, το έφαγαν
μόνοι τους, και τώρα ζορίζονται να απαλλαγούν από την αδενοπάθεια
που έπαθαν

Από μια ορισμένη οπτική γωνία της ηθικότητας, οι άνθρωποι συλλογίζονται
περίπου ως εξής: Είτε ο άνθρωπος άγεται από την αισθητότητά
του και είναι, ακολουθώντας την, ανήθικος, είτε άγεται από το
καλό, το οποίο, παρμένο από τη θέληση, ονομάζεται ηθική αίσθηση
(αίσθηση και προ-κατάληψη υπέρ του καλού): τότε αποδεικνύεται ηθικός.
Απ’ αυτή την οπτική γωνία, πώς μπορεί π.χ. να ονομαστεί ανήθικη
η πράξη του Σαντ εναντίον του Κοτσεμπούε77; Αυτό που εννοείται
κοινώς ως ανιδιοτελές, αυτό ήταν σίγουρα στον ίδιο βαθμό μεταξύ
άλλων και οι κλεψιές που έκανε ο άγιος Κρισπίνος78 υπέρ των
φτωχών. «Δεν έπρεπε να σκοτώσει γιατί είναι γραμμένο: Ου φονεύσεις!»
Άρα, το να υπηρετείς το καλό, το καλό του λαού, όπως σκόπευε
τουλάχιστον ο Σαντ, ή το καλό των φτωχών, όπως λογάριαζε ο
Κρισπίνος, αυτό είναι ηθικό· η δολοφονία όμως και η κλοπή είναι ανήθικες:
ο σκοπός ηθικός, το μέσο ανήθικο. Γιατί; «Γιατί η δολοφονία,
ο φόνος είναι κάτι απόλυτα κακό.» Όταν οι αντάρτες 7 9 παράσερναν
τους εχθρούς της πατρίδας σε φαράγγια και τους σκότωναν κρυμμένοι
πίσω από τους θάμνους, αυτό ήταν δολοφονία; Σύμφωνα με την
αρχή της ηθικότητας, που μας διατάζει να υπηρετούμε το καλό, μπορείτε
να ρωτήσετε αν μπορεί ποτέ ο φόνος να είναι πραγματοποίηση
του καλού· και, αν ναι, πρέπει να δεχτείτε εκείνον τον φόνο που το
πραγματοποιεί. Δεν μπορείτε να καταδικάσετε την πράξη του Σαντ:
ήταν ηθική, επειδή ήταν στην υπηρεσία του καλού, επειδή ήταν ανιδιοτελής·
ήταν μια πράξη τιμωρίας, την οποία επιτέλεσε το άτομο,
μια εκτέλεση, που έγινε με κίνδυνο της ίδιας του της ζωής. Τι άλλο ήταν
κατά βάθος το εγχείρημά του από το να καταργήσει τα γραπτά
μέσω της ωμής βίας; Δεν γνωρίζετε τον ίδιο τρόπο ενέργειας υπό τη
«νόμιμη» και καθαγιασμένη μορφή του; Και τι μπορεί κανείς να του
αντιπαρατάξει από την αρχή σας της ηθικότητας; «Ήταν όμως μια
παράνομη εκτέλεση.» Δηλαδή το ανήθικο σ’ αυτήν ήταν η μη νομιμότητά
της, η ανυπακοή στον νόμο; Τότε δέχεστε ότι το καλό δεν είναι
τίποτε άλλο από τον -νόμο, και η ηθικότητα τίποτε άλλο από νομιμοφροσύνη.
Η ηθικότητά σας πρέπει να βυθιστεί σ’ αυτή την εξωτερικότητα
της «νομιμοφροσύνης», σ’ αυτή την ψευδευλάβεια της εκπλήρωσης
του νόμου, μόνον που η τελευταία είναι συγχρόνως πιο τυραννική
και πιο εξερεθιστική από την παλαιότερη ψευδευλάβεια. Διότι σ’ αυτήν
χρειαζόταν μόνον η πράξη, εσάς όμως σας χρειάζεται και η διάθεση·
πρέπει να φέρει κανείς μέσα του τον νόμο, τον καταστατικό κανόνα·
και όποιος έχει το πιο σύμφωνο με τον νόμο φρόνημα, αυτός είναι
ο πιο ηθικός. Ακόμη και το τελευταίο υπόλειμμα της ευδιαθεσίας
στην καθολική80 ζωή πρέπει να χαθεί μέσα σ’ αυτή την προτεσταντική
νομιμότητα. Εδώ τουλάχιστον η κυριαρχία του νόμου είναι για πρώτη
φορά πλήρης. «Δεν ζω εγώ, αλλά ο νόμος ζει μέσα μου.» Έτσι, έφτασα
τελικά να είμαι μόνον «το δοχείο της δόξας του νόμου». «Κάθε
Πρώσος φέρει τον χωροφύλακά του μέσα στο στήθος του», λέει ένας
Πρώσος ανώτερος αξιωματικός.

Ο ιστός της σημερινής υποκρισίας κρέμεται στο σύνορο δύο περιοχών,
ανάμεσα στις οποίες ταλαντεύεται η εποχή μας πέρα δώθε απλώνοντας
συγχρόνως τα λεπτά νήματα της εξαπάτησης και της αυτοεξαπάτησης.
Επειδή δεν είναι πια αρκετά δυνατή για να υπηρετήσει
την ηθικότητα δίχως αμφιβολίες και αδυναμία, επειδή δεν είναι ακόμη
αρκετά ανελέητη για να ζήσει πλήρως σύμφωνα με τον εγωισμό,
τρέμει πάνω στον αράχνινο ιστό της υποκρισίας, μια στο ένα μέρος
και μια στο άλλο

Ένα ενάρετο κορίτσι μπορεί να γίνει γεροντοκόρη·
ένας ενάρετος άντρας μπορεί να περάσει τον καιρό του παλεύοντας
με τις φυσικές ορμές του, ώσπου ίσως να τις αμβλύνει, μπορεί
για χάρη της αρετής να ευνουχίσει τον εαυτό του

Η παρθενία είναι -καλό.
-Αντίθετα, για τον εγωιστή, και η παρθενία δεν είναι ένα καλό το οποίο
δεν μπορεί να αποφύγει: δεν έχει καμιά σημασία γι’ αυτόν. Τι
συνεπάγεται αυτό για την κρίση του ηθικού ανθρώπου; Το εξής, ότι ο
ηθικός άνθρωπος ρίχνει τον εγωιστή στη μόνη κατηγορία ανθρώπων
που γνωρίζει εκτός από τους ηθικούς ανθρώπους, δηλαδή στους ανήθικους.
Δεν μπορεί να κάνει αλλιώς, πρέπει να βρίσκει τον εγωιστή ανήθικο
κάθε φορά που ο τελευταίος δεν σέβεται με μια πράξη του την
ηθικότητα

Ιερά είναι
και πρέπει να είναι για σένα η φιλία, η ιδιοκτησία, ο γάμος, η ευημερία
κάθε ανθρώπου, ιερά όμως καθ’ εαυτά και δι’ εαυτά.» Δεν
ξαναβρίσκουμε εδώ τον ιερέα; Ποιος είναι ο Θεός του; Ο άνθρωπος!
Τι είναι το θεϊκό; Το ανθρώπινο! Διότι απλώς άλλαξε το κατηγόρημα
σε υποκείμενο και, αντί για την πρόταση «ο Θεός είναι η αγάπη», έχουμε
την πρόταση «η αγάπη είναι θεϊκή»·

Συμβαίνει τίποτε διαφορετικό με την ηθική αγάπη; Αγαπά αυτή τον
άνθρωπο, αυτόν τον άνθρωπο για χάρη αυτού του ανθρώπου ή για
χάρη της ηθικότητας, άρα -εφ’ όσον Homo hominis Deus- για χάρη του
Θεού;

Η λασκαρισμένη βίδα έχει κι άλλες τυπικές μορφές, από τις οποίες
χρήσιμο θα ήταν εδώ να αναφέρουμε μερικές.
Έτσι, η άρνηση του εαυτού είναι κοινή στους άγιους και στους ανόσιους,
στους καθαρούς και στους ακάθαρτους. Ο ακάθαρτος άνθρωπος
αρνείται όλα τα «καλύτερα αισθήματα», κάθε αιδώ, ακόμη και τη
φυσική δειλία, και ακολουθεί μόνον την όρεξη που τον κυβερνά. Ο
καθαρός άνθρωπος αρνείται τη φυσική σχέση του με τον κόσμο («αρνείται
τον κόσμο») και ακολουθεί μόνον την «επιθυμία» που κυριαρχεί
πάνω του. Σπρωγμένος από τη δίψα για χρήμα, ο φιλάργυρος αρνείται
όλες τις προειδοποιήσεις της συνείδησης, κάθε αίσθημα τιμής,
κάθε πραότητα και κάθε οίκτο: παρασυρμένος από την έντονη επιθυμία,
αφήνει κάθε σέβας στην άκρη. Όμοια συμπεριφέρεται και ο άγιος.
Κάνει τον εαυτό του «περίγελο του κόσμου», είναι σκληρόκαρδος
και «ακριβοδίκαιος»· διότι η επιθυμία τον σέρνει από τη μύτη.

Εκείνοι που ενθαρρύνουν τον άνθρωπο στην «ανιδιοτέλεια» νομίζουν
ότι λένε κάτι πολύ ασυνήθιστο. Τι εννοούν μ’ αυτό; Ίσως κάτι
παρόμοιο με την «άρνηση του εαυτού». Ποιος είναι όμως αυτός ο εαυτός
που πρέπει να υποστεί άρνηση και να μην έχει κανένα όφελος;
Φαίνεται πως εσύ ο ίδιος πρέπει να είσαι αυτό. Και για ποιου το όφελος
σού συνιστούν την ανιδιοτελή άρνηση του εαυτού; Και πάλι για
δικό σου όφελος και κέρδος, μόνο που μέσω της ανιδιοτέλειας εξασφαλίζεις
το «αληθινό όφελός» σου.
Πρέπει να ωφελήσεις τον εαυτό σου, κι όμως δεν πρέπει να επιδιώκεις
το δικό σου όφελος.

Πού αρχίζει η ανιδιοτέλεια; Ακριβώς εκεί όπου ένας σκοπός παύει να
είναι δικός μας σκοπός και δική μας ιδιοκτησία, την οποία εμείς μπορούμε,
ως ιδιοκτήτες, να διαθέτουμε όπως θέλουμε· εκεί όπου γίνεται
έμμονος σκοπός ή -έμμονη ιδέα- εκεί όπου αρχίζει να μας εμπνέει,
να μας ενθουσιάζει, να μας φανατίζει· κοντολογίς, εκεί όπου εισχωρεί
στην ισχυρογνωμοσύνη μας και γίνεται -κύριός μας. Δεν είναι
κανείς ανιδιοτελής για όσο καιρό κρατάει τον σκοπό υπό τον έλεγχό
του· γίνεται ανιδιοτελής μόνο μ’ εκείνο το «Εδώ στέκομαι, δεν μπορώ
να κάνω αλλιώς98», το θεμελιώδες αξίωμα όλων των κατεχόμενων γίνεται
ανιδιοτελής στην περίπτωση ενός ιερού σκοπού, μέσω του αντιστοιχούντος
ιερού ζήλου.
Δεν είμαι ανιδιοτελής για όσο καιρό ο σκοπός παραμένει δικός μου,
και εγώ, αντί να παραδίδομαι στα τυφλά μέσα της υλοποίησής του,
τον αφήνω πάντα ανοιχτό ερώτημα. Ο ζήλος μου δεν χρειάζεται τώρα
να είναι μικρότερος και από τον πιο φανατικό, αλλά εγώ μένω την
ίδια στιγμή πολύ ψυχρός απέναντι του, άπιστος, και ο πιο αδιάλλακτος
εχθρός του· παραμένω κριτής του, διότι είμαι ιδιοκτήτης του.

Η ανιδιοτέλεια ανθίζει πλούσια στο βασίλειο της «κατάστασης του
κατεχόμενου», τόσο στις κατοχές του διαβόλου όσο και στις κατοχές
ενός καλού πνεύματος: εδώ ελάττωμα, τρέλα κ.ο.κ.· εκεί ταπεινότητα,
αφοσίωση κ.ο.κ.

Όπως λέγαμε «πρέπει να έχουμε ορέξεις, αλλά οι ορέξεις δεν πρέπει
να έχουν εμάς», τώρα θα λέγαμε «πρέπει να έχουμε πνεύμα, αλλά το
πνεύμα δεν πρέπει να έχει εμάς».
Αν το τελευταίο μοιάζει να μην έχει
νόημα, αναλογιστείτε ότι σε πολλούς ανθρώπους μια σκέψη γίνεται
«αξίωμα», έτσι που αυτοί γίνονται αιχμάλωτοι του και δεν είναι
αυτοί που έχουν το αξίωμα, αλλά μάλλον το αξίωμα έχει αυτούς. Και
με το αξίωμα έχουν ένα «μόνιμο σημείο στήριξης» πάλι. Οι διδασκαλίες
της κατήχησης γίνονται δίχως να το αντιληφθούμε θεμελιώδεις
αρχές μας και δεν επιδέχονται πια καμιά απόρριψη. Η σκέψη τους ή
το -πνεύμα έχει τη μόνη δύναμη, και καμιά αντίρρηση της «σάρκας»
δεν ακούγεται πια. Μολαταύτα, μόνο μέσω της «σάρκας» μπορώ να
σπάσω την τυραννία του πνεύματος· διότι μόνον όταν ένας άνθρωπος
αντιλαμβάνεται και τη σάρκα του, αντιλαμβάνεται ολόκληρο τον εαυτό
του. και μόνον όταν αντιλαμβάνεται ολόκληρο τον εαυτό του, είναι
ένα ον αντιληπτικό και ορθολογικό.

Όταν γίνεται αντιδιαστολή ανάμεσα σ’ αυτό που έχει ως δικό του κάποιος
και σ’ εκείνο που του δίνεται, δεν έχει σημασία η αντίρρηση ότι
δεν μπορούμε να έχουμε τίποτε απομονωμένο, αλλά ότι παίρνουμε
τα πάντα σε μια οικουμενική αλληλοσύνδεση, και άρα μέσω της εντύπωσης
που μας προκαλεί αυτό που υπάρχει γύρω μας, και ότι, συνεπώς,
το έχουμε αυτό ως κάτι «που μας δίνεται»· διότι υπάρχει μεγάλη
διαφορά ανάμεσα στα αισθήματα και τις σκέψεις που εγείρονται
σε μένα και σ’ εκείνα που δίνονται σε μένα. Ο Θεός, η αθανασία,
η ελευθερία, η ανθρώπινη ιδιότητα κ.ο.κ. εγχαράσσονται σε μας από
την παιδική ηλικία ως σκέψεις και αισθήματα που κινούν περισσότερο
ή λιγότερο δυνατά το ενδότερο είναι μας: είτε μας κυβερνούν δίχως
να το συνειδητοποιούμε είτε, μερικές φορές, σε πιο πλούσιες φύσεις,
εκφράζονται σε συστήματα και έργα τέχνης· πάντα όμως, δεν είναι
αισθήματα που εγείρονται, αλλά που δίνονται, επειδή πρέπει να
πιστεύουμε σ’ αυτά και να εξαρτιόμαστε απ’ αυτά. Το ότι ένα Απόλυτο
υπάρχει και ότι πρέπει εμείς να το δεχτούμε, να το αισθανθού-
με και να το σκεφτούμε, είναι γερά ριζωμένο σαν πίστη σ’ εκείνους
που αναλώνουν όλη τη δύναμη του πνεύματός τους στο να το αναγνωρίσουν
και να το παρουσιάσουν. Το αίσθημα για το Απόλυτο υπάρχει
εδώ ως δοσμένο και στο εξής απολήγει μόνον στις ποικίλες εκδηλώσεις
του ίδιου του τού εαυτού.

Έτσι, στον Κλόπστοκ102, το θρησκευτικό
αίσθημα ήταν κάτι δοσμένο, το οποίο βρήκε απλώς καλλιτεχνική
έκφραση στο έργο του Der Messias. Αν, από την άλλη μεριά, η
θρησκεία, την οποία βρήκε να προϋπάρχει, ήταν γι’ αυτόν μόνον ένα
ερέθισμα για αίσθημα και σκέψη, κι αν ήξερε να πάρει απέναντι της
μια στάση εντελώς δική του, τότε δεν θα προέκυπτε η θρησκευτική
έμπνευση, αλλά μια διάλυση και ανάλωση της ίδιας της θρησκείας. Αντί
γι’ αυτό, ο Κλόπστοκ απλώς συνέχισε στα ώριμα χρόνια του τα
παιδικά του αισθήματα, που είχε λάβει όταν ήταν παιδί, και σπατάλησε
τις δυνάμεις της αντρικής του ηλικίας στολίζοντας αυτές τις παιδαριωδίες
του.

Επομένως, η διαφορά είναι αν τα αισθήματα δίνονται ή εγείρονται
σε μένα. Τα δεύτερα είναι δικά μου, εγωιστικά, επειδή δεν έχουν εγχαραχτεί,
ειπωθεί και επιβληθεί σε μένα ως αισθήματα· τα πρώτα όμως
τα δέχομαι με ανοιχτές αγκάλες, τα διατηρώ σαν κληρονομιά, τα
καλλιεργώ και κατέχομαι απ’ αυτά. Ποιος δεν παρατήρησε ποτέ, συνειδητά
ή ασύνειδα, ότι ολόκληρη η παιδεία μας αποβλέπει στο να
δημιουργήσει αισθήματα σε μας, δηλαδή να μας τα δώσει, αντί να αφήσει
την παραγωγή τους σε μας τους ίδιους, όπως κι αν γινόταν αυτή;

Ποιος όμως θα διαλύσει το πνεύμα στο μηδέν του; Μόνον εκείνος
που θα παρουσιάσει, μέσω του πνεύματός του, τη φύση ως το μηδαμινό,
το πεπερασμένο και το προσωρινό, θα μπορέσει να παρουσιάσει
και το πνεύμα σαν παρόμοια μηδαμινότητα: εγώ μπορώ να το κάνω·
ο καθένας από σας μπορεί επίσης, αν δράσει και δημιουργήσει ως
απεριόριστο εγώ: με μια λέξη, ο εγωιστής.

Διότι κανένας καλλιεργημένος δεν
είναι τόσο καλλιεργημένος ώστε να μην βρίσκει χαρά και στα πράγματα,
και συνεπώς να μην είναι και ακαλλιέργητος· και κανένας ακαλλιέργητος
άνθρωπος δεν είναι εντελώς δίχως σκέψεις.

Ποιος είναι τότε «αυτοθυσιαζόμενος»; Με την πληρέστερη έννοια,
βέβαια, εκείνος που ρισκάρει τα πάντα για ένα και μόνο πράγμα, έναν
σκοπό, μια θέληση, ένα πάθος κ.ο.κ. Δεν είναι αυτοθυσιαζόμενος
ο ερωτευμένος, ο οποίος παρατάει μάνα και πατέρα και υπομένει όλους
τους κινδύνους και τις στερήσεις, για να πετύχει τον σκοπό του;
Δεν είναι ο φιλόδοξος, που προσφέρει όλες τις επιθυμίες, τους πόθους
και τις ικανοποιήσεις του στο μοναδικό του πάθος, ή ο φιλάργυρος,
που αρνείται στον εαυτό του τα πάντα, για να μαζέψει θησαυρούς, ή
ο αναζητητής της ηδονής; Κυβερνιέται από ένα πάθος, στο οποίο
προσφέρει θυσία όλα τα υπόλοιπα.


Τι σημαίνει τώρα «ανιδιοτέλεια» μ’ αυτή την έννοια; Το να έχεις μόνο
ένα ιδεώδες συμφέρον, μπροστά στο οποίο σβήνει κάθε προσοχή
για το πρόσωπα!

Έπρεπε να φερθεί τόσο ανιδιοτελώς ώστε να εγκαταλείψει όλους
τους σκοπούς της προκειμένου να κάνει να θριαμβεύσει μια τραχιά
θεωρία; Βέβαια, βολεύει τους παπάδες θαυμάσια όταν ο κόσμος
ακούει τις εκκλήσεις τους, «πούλα τα πάντα και ακολούθησέ με» ή
«πούλα ό,τι έχεις και δώσ’ τα στους φτωχούς, και θα έχεις θησαυρούς
στον ουρανό· και έλα, ακολούθησέ με117». Μερικοί αποφασισμένοι ιδεαλιστές
υπακούουν σ’ αυτό το κάλεσμα· οι περισσότεροι όμως
δρουν όπως ο Ανανίας και η Σαπφείρα118, διατηρώντας μια συμπεριφορά
κατά το ήμισυ παπαδίστικη ή θρησκευτική και κατά το ήμισυ
κοσμική, υπηρετώντας και τον Θεό και τον Μαμμωνά.

Η «φύση της υπόθεσης», η «έννοια της σχέσης» πρέπει να με καθοδηγούν
όταν χειρίζομαι την υπόθεση και συνάπτω τη σχέση. Λες και
υπάρχει καθ’ εαυτήν μια έννοια της υπόθεσης, και δεν είναι πια η έννοια
που σχηματίζουμε εμείς για την υπόθεση! Λες και μια σχέση που
συνάπτεται δεν είναι μοναδική χάρη στη μοναδικότητα αυτών που τη
συνάπτουν! Λες και εξαρτάται αυτό από το πώς τη χαρακτηρίζουν
άλλοι! Όπως όμως χώρισαν οι άνθρωποι την «ουσία του ανθρώπου»
από τον πραγματικό άνθρωπο, και έκριναν τον δεύτερο από την πρώτη,
έτσι χωρίζουν επίσης τη δράση του απ’ αυτόν και την αποτιμούν
ανάλογα με την «ανθρώπινη αξία» της. Έννοιες πρέπει να αποφασίζουν
παντού, έννοιες να ρυθμίζουν τη ζωή, έννοιες να κυριαρχούν. Αυτός
είναι ο θρησκευτικός κόσμος, στον οποίο έδωσε συστηματική έκφραση
ο Χέγκελ, βάζοντας μέθοδο στην α-νοησία και ολοκληρώνοντας
τους εννοιολογικούς κανόνες σε στρογγυλή και στέρεα θεμελιωμένη
δογματική.

Πόσο λίγα πράγματα να ζητιανέψουμε έχουν μείνει για μας, ή, μάλλον,
τίποτε! Το καθετί έχει απομακρυνθεί από μας, δεν πρέπει να αποτολμούμε
τίποτε, αν δεν μας το δίνουν ζούμε ακόμη επειδή μας
κάνει χάρη ο δότης. Δεν πρέπει να μαζέψεις από κάτω ούτε μια καρφίτσα,
αν δεν έχεις πάρει άδεια να το κάνεις. Και από ποιον να την
πάρεις; Από τον σεβασμό! Μόνον όταν αυτός σ’ αφήνει να την έχεις
ως ιδιοκτησία, μόνον όταν μπορείς να τη σέβεσαι ως ιδιοκτησία, μόνον
τότε μπορείς να την πάρεις. Απεναντίας, δεν πρέπει να συλλαμβάνεις
μια σκέψη, να ξεστομίζεις μια συλλαβή, να κάνεις μια πράξη,
που να μην έχουν πάρει την άδεια μόνον από σένα, αντί από την ηθικότητα
ή από το λογικό ή από την ανθρώπινη ιδιότητα. Ευτυχισμένο
αβίαστο του επιθυμούντος ανθρώπου, πόσο ανελέητα προσπάθησαν
να σε σφάξουν πάνω στο βωμό του καταναγκασμού!
Γύρω από τον βωμό όμως ορθώνεται μια εκκλησία, και οι τοίχοι της
προχωρούν ολοένα παραπέρα. Αυτό που κλείνουν μέσα τους είναι ιερό.
Δεν μπορείς πια να το φτάσεις, να το αγγίσεις. Ουρλιάζοντας από
λυσσασμένη πείνα γυρίζεις γύρω από τους τοίχους αυτούς ψάχνοντας
να βρεις έστω και λίγα ψήγματα ανίερου, και οι κύκλοι της πορείας
σου γίνονται ολοένα πλατύτεροι. Σε λίγο η εκκλησία αυτή θα
καλύψει όλη τη γη, κι εσύ θα απωθηθείς στο έσχατο άκρο· ένα βήμα
ακόμη, κι ο κόσμος του ιερού έχει νικήσει: πέφτεις στην άβυσσο. Γι’
αυτό σου συνιστώ, όσο είναι καιρός ακόμη, σταμάτα να περιπλανιέσαι
γύρω από το ξοφλημένο πια ανίερο, κάνε το άλμα και παραβίασε
τις πόρτες του ίδιου του ιερού. Μόλις καταβροχθίσεις το ιερό, θα
το έχεις κάνει δικό σου! Χώνεψε την όστια, και θα απαλλαγείς απ’
αυτήν!

Είναι αναμφισβήτητο ότι ο πατέρας μου με γέννησε· τώρα όμως που έχω γεννηθεί, οι προθέσεις του να κάνει παιδί
δεν με ενδιαφέρουν καθόλου, ό,τι κι αν με καλεί αυτός πάντα να κάνω, Εγώ κάνω ό,τι θέλω ο ίδιος. Επομένως, μια κεκλημένη συνέλευση
νομοκατεστημένων τάξεων, η γαλλική στις αρχές της Επανάστασης,
αναγνώριζε πολύ ορθά ότι ήταν ανεξάρτητη από τον καλούντα. Υπήρχε, και θα ήταν ηλίθια αν δεν πρόβαλε το δικαίωμα για ύπαρξη,
αλλά φανταζόταν πως ήταν εξαρτημένη όπως από έναν πατέρα. Ο
κεκλημένος δεν χρειάζεται πια να ρωτά «τι ήθελε ο καλών όταν με δημιούργησε;», αλλά «τι θέλω εγώ από τη στιγμή που έχω ανταποκριθεί στην κλήση;» Ούτε ο καλών, ούτε τα μέλη της συντακτικής συνέλευσης, ούτε η χάρτα σύμφωνα με την οποία κλήθηκε η συνάντησή
τους -τίποτε δεν πρέπει να είναι γι’ αυτόν ιερή και απαραβίαστη δύναμη. Είναι εξουσιοδοτημένος για καθετί που βρίσκεται υπό την εξουσία του· δεν θα γνωρίζει καμιά περιορισμένη «εξουσιοδότηση»,
δεν θα θέλει να είναι νομιμόφρων. Αν μπορεί κανείς να περιμένει κάτι
από συνελεύσεις γενικά, αυτό το πράγμα θα έδινε μια εντελώς εγωιστική συνέλευση, απαλλαγμένη από κάθε ομφάλιο λώρο και κάθε εκτίμηση. Οι συνελεύσεις όμως είναι πάντα ευλαβικές, και συνεπώς
δεν μπορεί κανείς να παραξενεύεται αν τόσος πολύς μισός ή αναποφάσιστος, δηλαδή υποκριτικός, «εγωισμός» παρελαύνει μέσα τους.

-Μια παρόμοια σχέση βρίσκεται ανάμεσα
στην αστική και την εργατική τάξη. Και ο αστός και ο εργάτης πιστεύουν στην αλήθεια του χρήματος· όσοι δεν το έχουν

Κάθε εργασία πρέπει να
έχει τον σκοπό να ικανοποιείται ο άνθρωπος. Επομένως, αυτός πρέπει να γίνει και σ’ αυτήν κύριος/μάστορας, δηλαδή να μπορεί να την
εκτελέσει ως ολότητα. Εκείνος που σε ένα εργοστάσιο κατασκευής
καρφιτσών φτιάχνει μόνον τα κεφάλια τους ή τραβάει το σύρμα κτλ.,
δουλεύει μηχανικά, σαν μηχανή: παραμένει απειρότεχνος, δεν γίνεται
μάστορας: η εργασία του δεν μπορεί να τον ικανοποιήσει, αλλά μόνο
να τον κουράσει. Η εργασία του δεν είναι τίποτε δι’ εαυτήν, δεν έχει
σκοπό εν εαυτή, δεν είναι τίποτε ολοκληρωμένο· δουλεύει μόνο για έναν άλλο, ο οποίος τον χρησιμοποιεί (τον εκμεταλλεύεται).

Το ότι ο κομουνιστής βλέπει σε σένα τον άνθρωπο, τον αδελφό, αυτό είναι η κυριακάτικη πλευρά του κομουνισμού. Σύμφωνα με την
πλευρά της εργάσιμης ημέρας, καθόλου δεν σε παίρνει ως άνθρωπο
απλώς, αλλά ως ανθρώπινο εργαζόμενο ή εργαζόμενο άνθρωπο. Η
πρώτη άποψη έχει μέσα της τη φιλελεύθερη αρχή· στη δεύτερη κρύβεται ο αντιφιλελευθερισμός. Αν ήσουν «κηφήνας», δεν θα παραγνώριζε βέβαια τον άνθρωπο μέσα σου, αλλά θα επιχειρούσε να τον καθαρίσει, ως «τεμπέλη», από την τεμπελιά και να σε προσηλυτίσει στην
πίστη ότι η εργασία είναι «προορισμός και κλήση» του ανθρώπου.

Επειδή οι σοσιαλιστές κατάσχουν επίσης την ιδιοκτησία, δεν βλέπουν ότι αυτή εξασφαλίζει τη συνέχιση της ύπαρξής της μέσα στην
αυτοκυριότητα. Ιδιοκτησία είναι λοιπόν μόνο το χρήμα και τα αγαθά,
ή είναι κάθε γνώμη κάτι δικό μου, κάτι που μου ανήκει.
Αρα, κάθε γνώμη πρέπει να καταργηθεί ή να γίνει απρόσωπη. Το
πρόσωπο δεν δικαιούται να έχει καμιά γνώμη, αλλά, όπως η αυτοθέ-
ληση μεταφέρθηκε στο κράτος, η ιδιοκτησία στην κοινωνία, έτσι και η
γνώμη πρέπει να μεταφερθεί σε κάτι γενικό, «στον άνθρωπο», και συνεπώς να γίνει γενική ανθρώπινη γνώμη.

Πώς μπορείτε να είστε αληθινά μοναδικοί,
όσο υπάρχει ακόμη ανάμεσά σας έστω και μια σύνδεση; Αν συνδέεστε, δεν μπορείτε να χωριστείτε ο ένας από τον άλλο, κι αν ένας «δεσμός» σάς ενώνει, είστε κάτι μόνον ανά δύο, και δώδεκα από σας κάνουν μια ντουζίνα, χιλιάδες έναν λαό, εκατομμύρια την ανθρωπότητα.
«Μόνον όταν είστε ανθρώπινοι, μπορείτε να κάνετε παρέα μεταξύ
σας ως άνθρωποι, όπως ακριβώς μπορείτε να κατανοήσετε ο ένας τον
άλλο ως πατριώτες μόνον όταν είστε πατριωτικοί!»
Εντάξει, τότε εγώ απαντώ: Μόνον όταν είστε μοναδικοί, μπορείτε
να έχετε σχέσεις μεταξύ σας ως αυτό που είστε.

Τι θα συμβεί τότε; Θα πάρει τέλος η κοινωνική ζωή και θα εξαφανιστεί κάθε κοινωνικότητα, κάθε αδελφοποίηση, καθετί που δημιουργείται από την αρχή της αγάπης ή της κοινωνίας;
Λες και ο ένας δεν θα αναζητά πάντα τον άλλο, επειδή τον χρειάζεται· λες και ο ένας πρέπει να προσαρμόζεται στον άλλο, όταν τον
χρειάζεται. Η διαφορά είναι όμως ότι τότε το άτομο ενώνεται πραγματικά με το άτομο, ενώ πρωτύτερα ήταν δεμένο μ’ αυτό με έναν δεσμό

Αν θέλεις να είσαι ή να έχεις κάτι ιδιαίτερο έστω και σε ένα σημείο, αν θέλεις να διατηρείς έστω και ένα προνόμιο πάνω από τους
άλλους, να έχεις την αξίωση έστω για ένα δικαίωμα που να μην είναι
ένα «γενικό ανθρώπινο δικαίωμα», είσαι εγωιστής.
Πολύ καλά! Εγώ δεν θέλω να είμαι ή να έχω τίποτε ιδιαίτερο πάνω
από τους άλλους, δεν θέλω να διεκδικώ κανένα προνόμιο ενάντια σ’
αυτούς, αλλά και ούτε μετρώ τον εαυτό μου με βάση τους άλλους, ούτε γενικά θέλω κανένα δικαίωμα. Θέλω να είμαι τα πάντα και να έχω
τα πάντα που μπορώ να είμαι και να έχω.

Δεν πρέπει να θεωρεί κανείς τον εαυτό του «κάτι ιδιαίτερο». Έτσι, εγώ δεν θεωρώ τον εαυτό μου κάτι ιδιαίτερο, αλλά κάτι μοναδικό. Σίγουρα έχω ομοιότητα με άλλους· ωστόσο, αυτό χρησιμεύει μόνο για σύγκριση ή σκέψη· στην πραγματικότητα, είμαι ασύγκριτος, μοναδικός.

Δεν θέλω να αναγνωρίσω ή να σεβαστώ σε σένα τίποτα, ούτε τον ιδιοκτήτη ούτε τον κουρελή, ούτε επίσης τον άνθρωπο, αλλά να σε
χρησιμοποιήσω. Στο αλάτι βρίσκω ότι κάνει το φαγητό νόστιμο για
μένα, γι’ αυτό και το διαλύω· στο ψάρι αναγνωρίζω μια τροφή, γι’ αυτό το τρώω· σε σένα ανακαλύπτω το χάρισμα να κάνεις τη ζωή μου
ευχάριστη, γι’ αυτό σε διαλέγω για σύντροφο.

Για μένα όμως είσαι μόνο αυτό που είσαι για μένα, δηλαδή το αντικείμενό μου, και, επειδή είσαι το αντικείμενό μου, είσαι η ιδιοκτησία μου.

Εγώ
λέω: Απελευθέρωσε τον εαυτό σου όσο περισσότερο μπορείς, τότε θα
έχεις κάνει το δικό σου· διότι δεν είναι δεδομένο για τον καθένα να
σπάσει όλους τους φραγμούς ή σαφέστερα: αυτό που είναι φραγμός
για τον ένα δεν είναι αναγκαία φραγμός για όλους. Συνεπώς, μην
κουράζεσαι ασχολούμενος με τους φραγμούς των άλλων αρκεί να ρίξεις κάτω τους δικούς σου.

Έτσι, αν η Κριτική λέει: Είσαι άνθρωπος μόνον αν κριτικάρεις και
διαλύεις άοκνα! Εμείς λέμε: Άνθρωπος είμαι δίχως αυτό, και εγώ είμαι εγώ ωσαύτως· γι’ αυτό θέλω μόνο να φροντίζω να ασφαλίζω την
ιδιοκτησία μου για μένα, και, για να το κάνω αυτό, την παίρνω συνεχώς πίσω σε μένα, εκμηδενίζω σ’ αυτήν κάθε κίνηση για ανεξαρτησία,
και την καταβροχθίζω πριν μπορέσει να παγιωθεί και να γίνει «έμμονη ιδέα» ή «μανία».
Δεν το κάνω όμως αυτό για χάρη της «ανθρώπινης κλήσης» μου, αλλά επειδή εγώ καλώ τον εαυτό μου σ’ αυτό. Δεν κορδώνομαι ότι διαλύω καθετί που μπορεί να διαλύσει ένας άνθρωπος

σκεπτόμουν τον εαυτό μου μόνο σε σύγκριση με έναν άλλο· αρκετά, δεν ήμουν το παν του παντός, δεν ήμουν -μοναδικό. Τώρα όμως έπαψα να εμφανίζομαι στον εαυτό μου ως το μη ανθρώπινο, να μετρώ τον εαυτό μου και να αφήνομαι να μετριέμαι από
τον άνθρωπο, έπαψα να αναγνωρίζω οτιδήποτε πάνω από μένα: κι έτσι, αντίο, ανθρωπιστή κριτικέ! Ήμουν απλώς το μη ανθρώπινο, και
τώρα δεν είμαι πια, αλλά είμαι το μοναδικό, ναι, προς μεγάλη σου
φρίκη, το εγωιστικό· όχι όμως το εγωιστικό όπως αφήνεται αυτό να
μετριέται από το ανθρώπινο, το ανθρωπιστικό και το ανιδιοτελές, αλλά το εγωιστικό ως το -μοναδικό.»

Εγώ όμως δεν είμαι υπέρμαχος ούτε
μιας σκέψης ούτε του σκέπτεσθαι· διότι «εγώ», από το οποίο ξεκινώ
εγώ, δεν είμαι σκέψη ούτε συνίσταμαι στο σκέπτεσθαι. Πάνω σε μένα, τον μη δυνάμενο να ονομαστεί, συντρίβεται το βασίλειο των σκέψεων, του σκέπτεσθαι και του πνεύματος.

Ο θεωρητικός αγώνας δεν μπορεί να ολοκληρώσει τη νίκη, και η ιερή δύναμη της σκέψης υποκύπτει στη δύναμη του εγωισμού. Μόνον ο εγωιστικός αγώνας, ο αγώνας των εγωιστών και των δύο πλευρών, ξεκαθαρίζει τα πάντα.
Αυτό το τελευταίο τώρα, το να γίνει το σκέπτεσθαι υπόθεση της εγωιστικής επιλογής, υπόθεση του μοναδικού, ένα απλό πάρεργο ή χόμπι κατά κάποιο τρόπο, και να του αφαιρεθεί η σημασία τού «να είναι η δύναμη που αποφασίζει τελικά»· αυτός ο υποβιβασμός και η αποϊεροποίηση του σκέπτεσθαι· αυτή η εξίσωση του μη σκεπτόμενου
και του γεμάτου σκέψεις εγώ·

είμαι ο μοναδικός, δεν ξέρω τίποτε από τη
δυϊκότητα ενός προϋποθέτοντος και προϋποτιθέμενου εγώ (ενός «ατελούς» και «τέλειου» εγώ ή ανθρώπου)· αυτό το πράγμα όμως, ότι
αναλώνω τον εαυτό μου, σημαίνει μόνον ότι εγώ είμαι. Δεν προϋποθέτω τον εαυτό μου, επειδή κάθε στιγμή απλώς θέτω ή δημιουργώ
τον εαυτό μου, και είμαι μόνο επειδή δεν προϋποτίθεμαι αλλά τίθεμαι, και, επιπλέον, τίθεμαι μόνο τη στιγμή που θέτω τον εαυτό μου·
δηλαδή, είμαι δημιουργός και δημιούργημα μαζί. PART

σου εύχομαι περισσότερα από την ελευθερία· δεν θα πρέπει απλώς να απαλλαγείς απ’ αυτό
που δεν θέλεις, θα πρέπει επίσης να έχεις αυτό που θέλεις, θα πρέπει
να μην είσαι μόνον «ελεύθερος», θα πρέπει επίσης να είσαι «ιδιοκτήτης».
Ελεύθερος -από τι; Ω, πόσα υπάρχουν για να αποτινάξουμε! Ο ζυγός της υποτέλειας, της υπάτης εξουσίας, της αριστοκρατίας και των
ηγεμόνων, η κυριαρχία των επιθυμιών και των παθών ναι, ακόμη και
η κυριαρχία της θέλησης κάποιου, της ιδίας θέλησης, διότι η πληρέστερη άρνηση του εαυτού δεν είναι τίποτε άλλο από ελευθερία -συγκεκριμένα, ελευθερία από τον αυτοκαθορισμό, από τον ίδιο μας τον
εαυτό. Και η ορμή για ελευθερία σαν κάτι απόλυτο, άξιο κάθε επαίνου, μας στέρησε την κυριότητα: γέννησε την άρνηση του εαυτού.

Τι διαφορά υπάρχει ανάμεσα στην ελευθερία και την κυριότητα!
Μπορεί κανείς να απαλλαγεί από πολλά πράγματα, όχι όμως από όλα· γίνεται κανείς ελεύθερος από πολλά, όχι όμως από όλα. Εσωτερικά μπορεί να είναι κανείς ελεύθερος παρά την κατάσταση της δουλείας, αν και εδώ πάλι μπορεί να είναι ελεύθερος από πολλά και διαφορετικά πράγματα, όχι όμως από όλα· καθώς όμως είναι δούλος,
δεν είναι ελεύθερος από το μαστίγιο, τα δυναστικά καπρίτσια κτλ.
του κυρίου του. «II ελευθερία ζει μόνο στο βασίλειο των ονείρων!» Αντίθετα, η κυριότητα είναι όλη μου η ουσία και η ύπαρξη, είναι εγώ ο
ίδιος. Είμαι ελεύθερος από αυτό από το οποίο έχω απαλλαγεί, είμαι
ιδιοκτήτης αυτού το οποίο έχω υπό την εξουσία μου ή το οποίο ελέγχω. Δικός μου είμαι πάντα και υπό όλες τις περιστάσεις, όταν ξέρω
πώς να έχω τον εαυτό μου και δεν τον πετώ στους άλλους.

Ακόμη κι αν είμαι παραδομένος ως υποτελής σε έναν αφέντη, σκέφτομαι μόνο τον εαυτό μου και το συμφέρον μου· τα χτυπήματά του, είναι αλήθεια, με αγγίζουν: δεν είμαι ελεύθερος απ’ αυτά· τα υπομένω όμως μόνο για το όφελός μου, ίσως για να τον εξαπατήσω και να τον καθησυχάσω προφασιζόμενος υπομονή, είτε για
να μην επισύρω πάνω μου κάτι χειρότερο αν αντισταθώ. Καθώς όμως
δεν χάνω από τα μάτια μου τον εαυτό μου και το προσωπικό συμφέρον μου, θα αδράξω την πρώτη καλή ευκαιρία για να τσαλαπατήσω
τον δουλοκτήτη

«Αχ, δεν υπάρχει όμως τίποτε καλύτερο από την ελευθερία!»
Τι έχετε λοιπόν όταν έχετε ελευθερία, πλήρη ελευθερία -γιατί δεν
θα μιλήσω εδώ για τα ψίχουλά σας της ελευθερίας; Είστε απαλλαγμένοι από όλα που σας ενοχλούν, από όλα, και βέβαια δεν υπάρχει τίποτε που να μην σας ενόχλησε έστω και μια φορά στη ζωή σας και δεν
σας έφερε σε αμηχανία. Και για χάρη τίνος πράγματος θέλετε τότε
να απαλλαγείτε απ’ αυτό; Σίγουρα για χάρη του εαυτού σας, επειδή
αυτό είναι στο δρόμο σας! Αλλά, αν κάτι δεν ήταν ενοχλητικό για σας,
αν, αντίθετα, ήταν εντελώς στο πνεύμα σας (όπως π.χ. το γλυκό, αλλά ακαταμάχητα προστακτικό βλέμμα του αγαπημένου σας προσώπου) -τότε δεν θα θέλατε να απαλλαγείτε και να ελευθερωθείτε απ’
αυτό. Γιατί όχι; Και πάλι για χάρη του εαυτού σας! Άρα, παίρνετε τον
εαυτό σας για μέτρο και κριτή των πάντων. Ευχαρίστως αφήνετε την
ελευθερία να φύγει, όταν η ανελευθερία, η «γλυκιά υπηρεσία της αγάπης», σας βολεύει· και επαναφέρετε την ελευθερία σας στην περίπτωση που αρχίζει να σας βολεύει καλύτερα, με την προϋπόθεση, που
δεν είναι το βασικό στοιχείο εδώ, ότι δεν φοβάστε μια τέτοια «Ανάκληση της Ένωσης» για άλλους (ίσως θρησκευτικούς) λόγους.
Γιατί δεν θέλετε να πάρετε το θάρρος και να κάνετε πραγματικά
τον εαυτό σας κεντρικό σημείο και βασικό πράγμα; Γιατί προσπαθείτε να πιάσετε στον αέρα την ελευθερία, το όνειρό σας; Είστε το όνειρό σας; Μην ρωτάτε πρώτα τα όνειρά σας, τις παραστάσεις σας, τις
σκέψεις σας, διότι όλα αυτά είναι «κούφια θεωρία». Ρωτείστε τον εαυτό σας και για τον εαυτό σας -αυτό είναι πρακτικό, κι εσείς θέλετε πολύ να είστε «πρακτικοί».

Γι’ αυτό στραφείτε καλύτερα στον εαυτό σας παρά στους θεούς ή
στα είδωλά σας. Βγάλτε από μέσα σας αυτό που βρίσκεται εκεί, φέρτε το στο φως, αποκαλύψτε τον εαυτό σας.

Αρκεί όμως να σας υπενθυμίσει κανείς τον εαυτό σας, για να σας ρίξει αμέσως σε απελπισία. «Τι είμαι εγώ;», ρωτάει ο καθένας σας.
Μια άβυσσος από δίχως κανόνες και νόμους ενορμήσεις, επιθυμίες,
ευχές, πάθη, ένα χάος δίχως φως και αστέρι-οδηγό! Πώς θα πάρω μια
σωστή απάντηση, αν δεν λάβω υπόψη μου τις εντολές του Θεού ή τα
καθήκοντα που εντέλλεται η ηθική, αν δεν λάβω υπόψη μου τη φωνή
του λογικού, η οποία, στην πορεία της ιστορίας, και έπειτα από πικρές εμπειρίες, ανύψωσε σε νόμο το καλύτερο και το ορθολογικότερο, και ρωτήσω μόνο τον εαυτό μου;

Η κυριότητα δημιούργησε μια καινούργια ελευθερία -διότι η κυριότητα είναι ο δημιουργός των πάντων, όπως η μεγαλοφυία (μια καθορισμένη κυριότητα), που είναι πάντα πρωτοτυπία, έχει θεωρηθεί δημιουργός καινούργιων παραγωγών στην ιστορία του κόσμου.
Αν πρέπει να ισχύσει κάποτε «η ελευθερία» χάρη στις προσπάθειές
σας, τότε εξαντλείστε τις απαιτήσεις της. Ποιος πρέπει να γίνει ελεύθερος; Εσύ, εγώ, εμείς. Από τι ελεύθερος; Από καθετί που δεν είναι
εσύ, εγώ, εμείς. Εγώ είμαι λοιπόν ο πυρήνας, που πρέπει να απαλλαχτεί από όλα τα περιτυλίγματα, που πρέπει να ελευθερωθεί από όλα
τα στενόχωρα κελύφη. Τι μένει όταν εγώ ελευθερωθώ από όλα όσα
δεν είναι εγώ; Εγώ και μόνον εγώ. Η ελευθερία όμως δεν έχει τίποτε
να προσφέρει σ’ αυτό το ίδιο το εγώ. Όσο για το τι θα γίνει αφότου εγώ γίνω ελεύθερος, η ελευθερία σιωπά επ’ αυτού -όπως οι κυβερνήσεις μας απλώς αφήνουν τον κρατούμενο να φύγει, όταν περάσει ο
χρόνος κράτησής του, και τον εμπιστεύονται στην εγκατάλειψη.
Τώρα, αν αγωνιζόμαστε για την ελευθερία από αγάπη για το εγώ,
γιατί να μη διαλέξουμε το ίδιο το εγώ για αρχή, μέση και τέλος;

Χιλιετίες πολιτισμού συσκότισαν το τι είστε, σας έκαναν να πιστέψετε ότι δεν είστε εγωιστές, αλλά η κλήση σας είναι να είστε ιδεαλιστές («καλοί άνθρωποι»). Αποτινάξτε από πάνω σας αυτό! Μην αναζητάτε την ελευθερία, που σας στερεί ακριβώς τον εαυτό σας, με την
«άρνηση του εαυτού»· αλλά αναζητείστε τον εαυτό σας, γίνετε εγωιστές, γίνετε, ο καθένας σας, ένα πανίσχυρο εγώ. Ή, σαφέστερα: αναγνωρίστε τον εαυτό σας και πάλι, αναγνωρίστε τι είστε πραγματικά,
και παρατήστε τις υποκριτικές σας προσπάθειες, τη μωρή μανία σας
να είστε κάτι άλλο απ’ αυτό που είστε. Τις αποκαλώ υποκριτικές, επειδή μείνατε μολαταύτα εγωιστές όλες αυτές τις χιλιετίες, αλλά κοιμισμένοι, αυτοεξαπατώμενοι, τρελοί εγωιστές, εσείς εαυτόν τιμωρούμενοι, εσείς βασανιστές του εαυτού σας

Τι είναι όμως εκείνο το «να κάνεις το καλό για το καλό», δίχως βλέψη ανταμοιβής; Λες κι εδώ επίσης δεν περιέχεται η ανταμοιβή στην ικανοποίηση
που θα δώσει αυτό.

Η θρησκεία μού υπόσχεται -το «ύψιστο αγαθό»· για να το
αποκτήσω, αγνοώ όλες τις άλλες επιθυμίες και δεν τις ικανοποιώ πια.
-Όλες οι πράξεις και οι προσπάθειές σας είναι μυστικός, συγκαλυμμένος και κρυμμένος εγωισμός. Επειδή όμως είναι εγωισμός, τον οποίο δεν θέλετε να παραδεχτείτε και κρύβετε από τον ίδιο τον εαυτό
σας, άρα εγωισμός όχι φανερός και δημόσιος, άρα ασύνειδος, δεν είναι εγωισμός, αλλά δουλεία, υποτέλεια, άρνηση του εαυτού.

Αν, μολαταύτα, σας δίνουν ελευθερία, είναι απλώς αγύρτες που δίνουν περισσότερα απ’ όσα έχουν. Διότι δεν σας δίνουν τίποτα από το
δικό τους, αλλά κλεμμένα πράγματα: σας δίνουν τη δική σας ελευθερία, την ελευθερία που πρέπει να παίρνετε εσείς οι ίδιοι· και σας τη
δίνουν μόνον για να μην την πάρετε και ζητήσετε συγχρόνως λογαριασμό από τους κλέφτες και τους απατεώνες. Μέσα στην πανουργία
τους ξέρουν καλά πως η δοσμένη (χορηγημένη) ελευθερία δεν είναι ελευθερία, διότι μόνον η ελευθερία την οποία παίρνει κανείς μόνος του,
συνεπώς η ελευθερία του εγωιστή, ταξιδεύει με ανοιχτά πανιά. Η χαρισμένη ελευθερία κατεβάζει τα πανιά της μόλις ξεσπάσει θύελλα ή
γίνει γαλήνη: θέλει πάντα να φυσάει ήπιος και μέτριος άνεμος

Ο άνθρωπος στον οποίο έχουν δώσει την ελευθερία δεν είναι παρά
ένας απελεύθερος, ένας libertinus, ένα σκυλί που σέρνει πίσω του ένα
κομμάτι αλυσίδα: είναι ανελεύθερος με ένδυμα ελευθερίας, όπως ο
γάιδαρος που φοράει τη λεοντή

Είμαι δικός μου μόνον όταν είμαι κύριος του εαυτού μου αντί να με κυριαρχεί είτε η αισθητότητα είτε κάτι άλλο (ο Θεός, ο άνθρωπος, οι κρατούντες, ο νόμος, το κράτος, η εκκλησία)· το ίδιον όφελός μου επιζητεί ό,τι ωφελεί
εμένα, αυτόν τον κάτοχο του εαυτού του ή ανήκοντα στον εαυτό του.

Η κυριότητα περιλαμβάνει καθετί ίδιον και ξαναδίνει υπόληψη σ’
ό,τι εξευτέλισε η χριστιανική γλώσσα. Επίσης όμως, δεν έχει κανένα
ξένο κριτήριο, διότι κατά καμία έννοια δεν είναι ιδέα όπως η ελευθερία, η ηθικότητα, η ανθρώπινη ιδιότητα κτλ.: είναι μόνο μια περιγραφή του ιδιοκτήτη.

Τι είμαι εγώ τώρα για σένα; Μήπως αυτό το σωματικό εγώ, που
περπατά και στέκεται; Τίποτε λιγότερο απ’ αυτό. Αυτό το σωματικό
εγώ, με τις σκέψεις, τις αποφάσεις και τα πάθη του, είναι για τα μάτια σου μια «ιδιωτική υπόθεση», η οποία δεν σε αφορά, είναι μια «υπόθεση δι’ εαυτήν». Ως «υπόθεση για σένα» υπάρχει μόνον η έννοια
μου, η διαγενική μου έννοια, μόνον ο άνθρωπος

Για να το πω με μια λέξη: το ότι είμαστε άνθρωποι, αυτό είναι το λιγότερο σε μας και έχει σημασία μόνο στο μέτρο που είναι μια από τις ιδιότητές μας, δηλαδή ιδιοκτησία
μας.

Με τους εγωιστές
καταβαραθρώνεται η «ανθρώπινη κοινωνία»· διότι αυτοί δεν έχουν
πια να κάνουν μεταξύ τους ως άνθρωποι, αλλά εμφανίζονται εγωιστικά ως ένα εγώ εναντίον ενός εσύ και ενός εσείς εντελώς διαφορετικών
και αντιτιθέμενων σ’ αυτό.

Συνεπώς, εμείς οι δύο, το κράτος κι εγώ, είμαστε εχθροί. Εγώ, ο εγωιστής, δεν έχω στην καρδιά μου την ευημερία αυτής της «ανθρώπινης κοινωνίας». Δεν θυσιάζω τίποτε σ’ αυτήν, μόνο τη χρησιμοποιώ·
για να μπορώ όμως να τη χρησιμοποιώ πλήρως, τη μετατρέπω σε ιδιοκτησία μου και δημιούργημά μου· δηλαδή, την εκμηδενίζω και
σχηματίζω στη θέση της την ένωση των εγωιστών.

Ο άνθρωπος είναι κάτι μόνον ως ιδιότητά μου (ιδιοκτησία), όπως το
αρσενικό γένος ή το θηλυκό γένος. Για τους αρχαίους το ιδεώδες ήταν να είναι κανείς άνδρας με την πλήρη έννοια· η αρετή τους είναι η
virtus και η αρετή, δηλαδή ο ανδρισμός. Τι θα έπρεπε να σκεφτεί κανείς για μια γυναίκα που θα ήθελε να είναι πλήρως «γυναίκα»; Αυτό
δεν δίνεται σε όλες, και πολλές έθεταν έτσι έναν ανέφικτο στόχο. Θηλυκή, από την άλλη, είναι η καθεμιά ούτως ή άλλως, εκ φύσεως· η θηλυκότητα είναι η ιδιότητά της, και δεν χρειάζεται την «αληθινή θηλυκότητα»

Όταν ο Φίχτε197 λέει, «το εγώ είναι το παν», αυτό μοιάζει να εναρμονίζεται πλήρως με τη θέση μου. Μόνον που δεν είναι το εγώ το παν,
αλλά το εγώ καταστρέφει τα πάντα, και μόνον το αυτοδιαλυόμενο εγώ, το μη υπάρχον ποτέ εγώ, το -πεπερασμένο εγώ είναι πραγματικά
εγώ. Ο Φίχτε μιλάει για το «απόλυτο εγώ», εγώ όμως μιλώ για μένα,
το φθαρτό εγώ.

Το είδος όμως δεν είναι τίποτε, και, όταν το άτομο
ανυψώνεται πάνω από τα όρια της ατομικότητάς του, αυτό είναι μάλλον ο εαυτός του ως άτομο· είναι ο εαυτός του μόνον επειδή ανυψώνει τον εαυτό του, είναι ο εαυτός του επειδή δεν παραμένει αυτό που
είναι· διαφορετικά θα ήταν τελειωμένο, νεκρό. Ο άνθρωπος είναι μόνον ένα ιδεώδες, το είδος μόνον κάτι που έχουμε σκεφτεί. Το να είσαι
ένας άνθρωπος δεν σημαίνει εκπληρώνεις το ιδεώδες του ανθρώπου,
αλλά παρουσιάζεις τον εαυτό σου, το άτομο. Το καθήκον μου δεν είναι να πραγματοποιήσω το γενικά ανθρώπινο, αλλά πώς να ικανοποιήσω τον εαυτό μου. Εγώ είμαι το είδος μου, είμαι δίχως νόρμα, δίχως
νόμο, δίχως μοντέλο και τα τοιαύτα. Πιθανόν να μπορώ να κάνω πολύ
λίγα από μένα· αυτά τα λίγα όμως είναι τα πάντα, και είναι καλύτερα
απ’ όσα αφήνω να κάνει από μένα η δύναμη των άλλων, η εκγύμναση
την οποία υφίσταμαι από τα ήθη, τη θρησκεία, τους νόμους, το κράτος κ.ο.κ.

Τώρα, επειδή το εγωιστικό επανεμφανίζεται πάντα, οι άνθρωποι αναζήτησαν μια πιο τέλεια έννοια, η οποία θα εξέφραζε πραγματικά αυτό που είσαι και η οποία,
επειδή θα ήταν η αληθινή φύση σου, θα περιείχε όλους τους νόμους
της δραστηριότητάς σου. Το τελειότερο πράγμα αυτού του είδους θεωρήθηκε ο «άνθρωπος». Ως Εβραίος είσαι πολύ λίγα και το εβραϊκό
δεν είναι το καθήκον σου· το να είσαι Έλληνας, Γερμανός, δεν αρκεί.
Αλλά το να είσαι -άνθρωπος, τότε έχεις τα πάντα· δες το ανθρώπινο
ως κλήση σου.
Γνωρίζω τώρα τι πρέπει να κάνω, και η καινούργια κατήχηση μπορεί να γραφτεί. Και πάλι, το υποκείμενο υπάγεται στο κατηγόρημα,
το ατομικό σε κάτι γενικό· και πάλι είναι εξασφαλισμένη η κυριαρχία
μιας ιδέας, και έχουν μπει τα θεμέλια για μια καινούργια θρησκεία.

Ο άνθρωπος είναι το τελευταίο κακό πνεύμα ή στοιχειό, ο πιο μεγάλος απατεώνας κι αυτός που εμπνέει την περισσότερη εμπιστοσύνη,
ο πιο δόλιος ψεύτης με τίμια φάτσα, ο πατέρας των ψεμάτων.

Ο αποκαθαγιαστής τεντώνει τη δύναμή του ενάντια σε κάθε φόβο έναντι του Θεού, διότι ο φόβος έναντι του Θεού θα τον καθόριζε σε καθετί το οποίο θα άφηνε να επιβιώσει ως ιερό. Είτε είναι ο Θεός είτε ο
άνθρωπος εκείνος που ασκεί την καθαγιαστική δύναμη μέσα στον
Θεό-άνθρωπο -είτε, συνεπώς, κάτι θεωρείται ιερό για χάρη του Θεού
είτε για χάρη του ανθρώπου (της ανθρώπινης ιδιότητας)- αυτό δεν
αλλάζει τον φόβο έναντι του Θεού, επειδή ο άνθρωπος τιμάται ως «υπέρτατο ον» τόσο όσο απαιτεί, από τη θρησκευτική σκοπιά, ο Θεός
ως «υπέρτατο ον» τον φόβο και τον σεβασμό μας· και οι δύο μάς επιβάλλονται.

Η δύναμή μου είναι ιδιοκτησία μου.
Η δύναμή μου μού δίνει ιδιοκτησία.
Η δύναμή μου είμαι εγώ ο ίδιος, και μέσω αυτής είμαι ιδιοκτησία
μου.

Ο Αριστοτέλης200 λέει
ότι η δικαιοσύνη είναι το όφελος της κοινωνίας.
Κάθε υπάρχον δίκαιο είναι -ξένος νόμος, είναι δίκαιο που μου «δίνουν», που με «κάνουν να έχω». Θα έπρεπε όμως να έχω δίκιο επειδή μου το δίνουν όλοι; Και τι άλλο είναι το δίκιο που αποκτώ μέσα
στο κράτος, στην κοινωνία, από δίκιο εκείνων που είναι ξένοι σε μένα; Όταν ένας βλάκας μου δίνει δίκιο, γίνομαι δύσπιστος απέναντι
στο δίκιο μου· δεν θέλω να το πάρω απ’ αυτόν. Αλλά κι όταν μου δίνει δίκιο ένας σοφός, ούτε τότε έχω δίκιο. Το αν εγώ έχω δίκιο, είναι
εντελώς ανεξάρτητο από το αν μου το δίνει ένας βλάκας ή ένας σοφός.

Η Vossische Zeitung 2 0 1 μάς παρουσιάζει το «κράτος δικαίου». Εδώ το
καθετί πρέπει να αποφασίζεται από τον δικαστή και ένα δικαστήριο.
Θεωρεί το ανώτατο δικαστήριο λογοκρισίας «δικαστήριο» όπου «εκφέρεται το δίκαιο». Τι λογής δίκαιο; Το δίκαιο της λογοκρισίας. Για
να αναγνωρίσει κανείς τις αποφάσεις του δικαστηρίου αυτού ως δίκαιες, πρέπει να θεωρεί δίκαιη και τη λογοκρισία. Μολαταύτα, σκέφτονται ότι το δικαστήριο αυτό προσφέρει προστασία. Μάλιστα, αλλά προστασία από το λάθος ενός ατομικού λογοκριτή: προστατεύει
μόνον τον νομοθέτη της λογοκρισίας από τις λαθεμένες ερμηνείες της
θέλησης του, ενισχύοντας συγχρόνως εναντίον των συγγραφέων τον
νόμο του μέσω της «ιερής δύναμης του δικαίου».
Για το αν έχω δίκιο ή όχι δεν υπάρχει άλλος δικαστής από μένα τον
ίδιο. Επ’ αυτού μπορούν να κρίνουν και να αποφασίσουν άλλοι μόνον
όταν συμφωνούν με το δίκιο μου και όταν αυτό υπάρχει ως δίκαιο και
για εκείνους.

Μια «αίσθηση
του δικαίου» και μια «νομιμοφροσύνη» αυτού του είδους είναι τόσο
γερά ριζωμένες στα κεφάλια των ανθρώπων, που οι πιο επαναστάτες
των ημερών μας θέλουν να μας υποτάξουν σε ένα καινούργιο «ιερό
δίκαιο», στο «δίκαιο της κοινωνίας», στο δίκαιο της «ανθρώπινης ιδιότητας», στο «δίκαιο όλων» και τα τοιαύτα. Το δίκαιο «όλων» πρέπει
να προηγείται του δικού μου δικαίου. Ως δίκαιο «όλων» θα είναι ασφαλώς και δικό μου δίκαιο, αφού ανήκω στους όλους· το ότι όμως
είναι συγχρόνως δίκαιο άλλων ή ακόμη όλων των άλλων, δεν με παρακινεί να το διατηρήσω. Δεν θα το υπερασπιστώ ως δίκαιο όλων, αλλά ως δικό μου δίκαιο· και κάθε άλλος ας δει πώς θα το διατηρήσει
για τον εαυτό του. Το δικαίωμα όλων (π.χ. να τρώνε) είναι δικαίωμα
κάθε ατόμου. Αν ο καθένας το διατηρεί στο ακέραιο για τον εαυτό
του, τότε όλοι το ασκούν από μόνοι τους· ας μην νοιάζεται όμως για
όλους, ας μην εξάπτεται γι’ αυτό όπως για ένα δικαίωμα όλων.

Θέλετε να «έχετε δίκιο» απέναντι στους άλλους. Δεν μπορείτε όμως, και μένετε πάντα στο «άδικο» απέναντι τους· διότι αυτοί δεν θα
ήταν σίγουρα αντίπαλοι σας, αν δεν είχαν κι αυτοί δίκιο: πάντα θα
σας δίνουν «άδικο». Όμως, το δίκιο σας είναι, απέναντι στο δίκιο των
άλλων, ανώτερο, μεγαλύτερο, ισχυρότερο, έτσι δεν είναι; Με τίποτε!
Το δίκιο σας δεν είναι ισχυρότερο, αν δεν είστε κι εσείς ισχυρότεροι.
Οι κινέζοι υπήκοοι έχουν δικαίωμα στην ελευθερία; Χαρίστε τό τους
λοιπόν και δείτε μετά πόσο λάθος κάνατε: επειδή αυτοί δεν ξέρουν
να χρησιμοποιήσουν την ελευθερία, δεν έχουν κανένα δικαίωμα επ’
αυτής ή, σαφέστερα, επειδή δεν έχουν ελευθερία, δεν έχουν και το δικαίωμα σ’ αυτήν. Τα παιδιά δεν έχουν δικαίωμα στην κατάσταση της
ενηλικιότητας, επειδή δεν είναι ενήλικοι, δηλαδή επειδή είναι παιδιά.
Λαοί που αφήνονται να μένουν ανήλικοι δεν έχουν κανένα δικαίωμα
στην ενηλικιότητα· αν έπαυαν να είναι ανήλικοι, τότε θα είχαν το δικαίωμα να είναι ενήλικοι.

Είμαι όμως εξουσιοδοτημένος από τον εαυτό μου να σκοτώσω, αν εγώ ο ίδιος δεν το απαγορεύω στον εαυτό μου, αν εγώ ο ίδιος
δεν φοβάμαι τον φόνο ως κάτι «άδικο».

Το μόνο πράγμα που δεν είμαι εξουσιοδοτημένος να κάνω είναι αυτό που δεν το κάνω με ελεύθερη διάθεση, δηλαδή αυτό για το οποίο δεν εξουσιοδοτώ εγώ τον εαυτό μου.

Τα κράτη διαρκούν μόνο για όσο καιρό υπάρχει μια κυριαρχούσα
θέληση και θεωρείται ισοδύναμη με την ιδία θέληση. Η θέληση του κυρίου είναι -νόμος. Τι σου χρησιμεύουν όμως οι νόμοι σου, αν δεν τους
υπακούει κανένας, τι σου χρησιμεύουν οι διαταγές σου, αν κανένας
δεν δέχεται διαταγές; Το κράτος δεν μπορεί να αρνηθεί την αξίωση
να καθορίζει τη θέληση του ατόμου, να κερδοσκοπεί πάνω σ’ αυτήν
και να υπολογίζει σ’ αυτήν. Για το κράτος είναι απολύτως αναγκαίο
να μην έχει κανένας ιδία θέληση· αν κάποιος έχει, το κράτος πρέπει
να τον αποκλείσει (να τον κλείσει μέσα, να τον εξορίσει κτλ.)· αν έχουν όλοι ιδία θέληση, θα εξαλείψουν το κράτος. Το κράτος δεν εννοείται δίχως κυριαρχία και δουλεία (υποτέλεια)· διότι το κράτος πρέπει να είναι κύριος όλων όσους περιλαμβάνει, και η θέληση αυτή ονομάζεται «θέληση του κράτους».
Εκείνος που, για να υπάρξει, πρέπει να υπολογίζει στην απουσία
θέλησης των άλλων, δεν είναι παρά το κατασκεύασμα αυτών των άλλων, όπως ο κύριος είναι κατασκεύασμα του υπηρέτη. Αν έπαυε να
υπάρχει η υποταγή, θα τελείωνε και η κυριαρχία.
Η ιδία θέληση του εγώ είναι ο καταστροφέας του κράτους· γι’ αυτό
κατηγορείται από το κράτος σαν «ξεροκεφαλιά».

Κάθε κράτος είναι μια δεσποτεία, είτε είναι δεσπότης ένας είτε
πολλοί, είτε είναι, όπως εύκολα φαντάζεται κανείς για μια δημοκρατία, όλοι κύριοι, όταν δηλαδή ο ένας εξουσιάζει τον άλλο. Διότι αυτό
συμβαίνει όταν ο νόμος που δίνεται κάθε φορά, η εκφρασμένη θέληση, ας πούμε, μιας λαϊκής συνέλευσης, πρέπει να είναι στο εξής νόμος
για το άτομο, στον οποίο οφείλει υπακοή ή απέναντι στον οποίο έχει
καθήκον να υπακούει. Ακόμη κι αν φανταστούμε την περίπτωση όπου κάθε άτομο του λαού έχει εκφράσει την ίδια θέληση, και όπου,
συνεπώς, έχει προκύψει μια τέλεια «γενική θέληση», το πράγμα μένει
το ίδιο. Δεν θα ήμουν εγώ δεσμευμένος σήμερα και από δω και πέρα
από τη χθεσινή μου θέληση; Στην περίπτωση αυτή, η θέλησή μου θα
πάγωνε. Απαίσια στασιμότητα! Το δημιούργημά μου, δηλαδή μια καθορισμένη έκφραση θέλησης, θα γινόταν ο διοικητής μου. Εγώ όμως ο
προικισμένος με θέληση, εγώ ο δημιουργός, θα εμποδιζόμουν στη ροή
και στη διάλυσή μου. Επειδή ήμουν τρελός χθες, πρέπει να μείνω τέτοιος σε όλη μου τη ζωή.

Πώς μπορώ να το αλλάξω αυτό; Μόνον αν αναγνωρίσω ότι δεν έχω
κανένα καθήκον, δηλαδή αν δεν δεσμεύομαι ούτε αφήνω να με δεσμεύουν. Δεν έχω κανένα καθήκον, άρα δεν έχω και κανένα νόμο.
«Μα θα με δεσμεύσουν!» Κανένας δεν μπορεί να δεσμεύσει τη θέλησή μου, και η απροθυμία μου παραμένει ελεύθερη.
«Όλα όμως θα γίνονταν άνω κάτω, αν ο καθένας μπορούσε να κάνει ό,τι ήθελε!» Ποιος λέει όμως ότι ο καθένας μπορεί να κάνει ό,τι θέλει; Προς τι είσαι τότε εσύ εδώ, εσύ που δεν έχεις ανάγκη να ανέχεσαι τα πάντα; Υπερασπίσου τον εαυτό σου, και κανένας δεν θα σου
κάνει τίποτε! Όποιος θελήσει να τσακίσει τη θέλησή σου, θα έχει να
κάνει με σένα και θα είναι εχθρός σου. Αντιμετώπισέ τον ως τέτοιο.

Τώρα, θα μπορούσα, αν ήθελα να δράσω γελοία, να σας παραινέσω
καλοπροαίρετα να μην φτιάχνετε νόμους που παραβλάπτουν την αυτοανάπτυξη, αυτοδραστηριότητα, αυτοδημιουργία μου. Δεν δίνω αυτή τη συμβουλή. Γιατί αν την ακολουθούσατε, θα ήσασταν ασύνετοι,
και εγώ θα είχα απατηθεί σχετικά με όλο το κέρδος μου. Από σας δεν
ζητώ τίποτα· γιατί, ό,τι κι αν ζητούσα, εσείς θα εξακολουθούσατε να
είσαστε δικτατορικοί νομοθέτες και θα έπρεπε να είστε

Τι με νοιάζει όμως εμένα τι είναι δεκτό στον λαό και από τον λαό; Ο λαός θα είναι ίσως εναντίον
του βλάσφημου· ιδού τότε ένας νόμος κατά της βλασφημίας. Πρέπει
εγώ γι’ αυτό τον λόγο να μην βλασφημώ; Πρέπει να είναι αυτός ο νόμος κάτι παραπάνω για μένα από μια «διαταγή»; Ερωτώ!
Αποκλειστικά από τη βασική αρχή ότι κάθε δικαίωμα και κάθε εξουσία ανήκουν στη συλλογικότητα του λαού προκύπτουν όλες οι
μορφές διακυβέρνησης. Διότι, από καμιά απ’ αυτές δεν λείπει αυτή η
επίκληση της συλλογικότητας, και ο δεσπότης, όπως και ο πρόεδρος
ή οποιαδήποτε αριστοκρατία κτλ., δρουν και διατάζουν «εν ονόματι
του κράτους».

Μιλήστε με τον λεγόμενο εγκληματία όπως με έναν εγωιστή, και θα ντραπεί, όχι επειδή παραβίασε τους νόμους και τα αγαθά σας, αλλά επειδή θεώρησε ότι άξιζε τον κόπο να αποφύγει τους νόμους σας και να επιθυμήσει τα αγαθά σας· θα ντραπεί που δεν περιφρόνησε εσάς και τα δικά σας, θα
ντραπεί που φάνηκε τόσο λίγο εγωιστής.

σκέφτομαι ότι οι άλλοι πρέπει
να αποβλέπουν στον ίδιο σκοπό με μένα, δηλαδή δεν τους αντιμετωπίζω ως μοναδικούς, που φέρουν τον νόμο τους μέσα τους και ζουν
σύμφωνα μ’ αυτόν, αλλά ως όντα που πρέπει να υπακούουν σε κάποιον «ορθολογικό» νόμο. Θέτω τι είναι «ο άνθρωπος» και τι είναι το
να ενεργείς «αληθινά ανθρώπινα», και απαιτώ από τον καθένα να κάνει νόρμα και ιδεώδες του αυτό τον νόμο·

Μόνον εναντίον κάποιου ιερού πράγματος υπάρχουν εγκληματίες·
εσύ ενάντια σ’ εμένα δεν μπορείς ποτέ να είσαι εγκληματίας, αλλά
μόνον αντίπαλος.

Η σκέψη του δικαιώματος είναι πρωταρχικά δική μου σκέψη ή έχει
την καταγωγή της σε μένα. Όταν όμως έχει ξεπηδήσει από μένα, όταν ο «λόγος» έχει βγει έξω, τότε «έχει γίνει σάρκα», μια έμμονη ιδέα.
Τώρα, δεν απαλλάσσομαι πια από τη σκέψη· όπως κι αν γυρίσω, στέκεται πάντα μπροστά μου. Έτσι, οι άνθρωποι δεν έχουν γίνει ακόμη
κύριοι της σκέψης «δικαίωμα», την οποία οι ίδιοι δημιούργησαν το
δημιούργημά τους τούς διαφεύγει. Αυτό είναι το απόλυτο δικαίωμα,
αποδεσμευμένο και ξεδεμένο από μένα. Καθώς το τιμάμε ως απόλυτο, δεν μπορούμε πια να το καταβροχθίσουμε πάλι, και παίρνει από
μας τη δημιουργική μας δύναμη· το δημιούργημα είναι κάτι παραπάνω από τον δημιουργό, είναι «καθ’ εαυτό και δι’ εαυτό».
Σταμάτα επιτέλους να αφήνεις το δικαίωμα να τρέχει γύρω ελεύθερο, οδήγησε το ξανά στη ρίζα του, σε σένα, είναι δικό σου δικαίωμα· και σωστό είναι ό,τι είναι σωστό για σένα.

Ο καθένας όμως έχει ένα πλεονέκτημα σε σχέση με τον άλλο, συγκεκριμένα τον εαυτό του ή τη μοναδικότητά του· σ’ αυτό ο καθένας
παραμένει αποκλειστικός.
Επιπλέον, μπροστά σε έναν τρίτο ο καθένας κάνει την ιδιαιτερότητά του να μετράει όσο το δυνατόν περισσότερο, και (αν θέλει να τον
κερδίσει) προσπαθεί να την κάνει να φανεί ελκυστική σ’ αυτόν.

Δεν είναι αληθινά ατόπημά σου το ότι σκληρύνεσαι εναντίον μου και διαβεβαιώνεις τη διαφορετικότητα ή ιδιαιτερότητά σου: δεν χρειάζεται να παραιτηθείς ή
να αρνηθείς τον εαυτό σου.

Η αδυναμία μας δεν συνίσταται στο ότι βρισκόμαστε σε αντίθεση
με άλλους, αλλά στο ότι δεν βρισκόμαστε σε πλήρη αντίθεση· δηλαδή
στο ότι δεν είμαστε εντελώς αποκομμένοι απ’ αυτούς ή στο ότι αναζητούμε μια «κοινότητα», έναν «δεσμό», στο ότι έχουμε ως ιδεώδες
την κοινότητα. Μια πίστη, ένας Θεός, μια ιδέα, ένα καπέλο για όλους!
Αν μπούμε όλοι κάτω από ένα καπέλο, τότε δεν θα χρειάζεται πια να
βγάζει κανένας το καπέλο του μπροστά στον άλλο.

ο χαρακτήρας της κοινωνίας καθορίζεται από
τον χαρακτήρα των μελών της: είναι οι δημιουργοί της. Ιδού τι θα έπρεπε να βλέπει κανείς, ακόμη κι αν δεν ήθελε να εξετάσει την έννοια
της ίδιας της «κοινωνίας»

Οι κοινωνίες ήταν πάντα πρόσωπα, ισχυρά πρόσωπα, δήθεν
«ηθικά πρόσωπα», δηλαδή φαντάσματα, απέναντι στα οποία το άτομο είχε την ανάλογη λασκαρισμένη βίδα μέσα στο κεφάλι του, τον φόβο των φαντασμάτων. Ως τέτοια φαντάσματα μπόρεσαν να χαρακτηριστούν με τον πιο ταιριαστό τρόπο με τα αντίστοιχα ονόματα «λαός»
και «φυλή»: ο λαός των πατριαρχών, ο λαός των Ελλήνων κτλ., τελικά -ο λαός των ανθρώπων, η ανθρωπότητα (ο Ανάχαρσις Κλόουτς228
ήταν ενθουσιώδης για το «έθνος» της ανθρωπότητας)· μετά κάθε υποδιαίρεση αυτού του «λαού», που μπορούσε και έπρεπε να έχει τις
ιδιαίτερες κοινωνίες του, τον ισπανικό, τον γαλλικό λαό κ.ο.κ.· μέσα
σ’ αυτόν πάλι τις νομοκατεστημένες τάξεις, τις πόλεις, κοντολογίς κάθε είδους συντεχνίες· τέλος, στην έσχατη άκρη η μικρή φυλή της -οικογένειας.

Τι με νοιάζει όμως εμένα το κοινό καλό; Το κοινό καλό ως τέτοιο
δεν είναι δικό μου καλό, αλλά μόνον το έσχατο άκρο της άρνησης του
εαυτού. Το κοινό καλό μπορεί να αγάλλεται ηχηρά, ενώ εγώ πρέπει
να «λουφάζω»· το κράτος μπορεί να λάμπει, ενώ εγώ να λιμοκτονώ.

Κι όμως οι άνθρωποι έχουν την ψευδαίσθηση ακόμη και σήμερα ότι ο άνθρωπος χρειάζεται «ιερούς δεσμούς», αυτός,
ο θανάσιμος εχθρός κάθε «δεσμού». Η παγκόσμια ιστορία δείχνει ότι
κανένας δεσμός δεν έμεινε ποτέ αδιάρρηκτος, ότι ο άνθρωπος ακά-
ματα υπερασπίζεται τον εαυτό του απέναντι σε κάθε λογής δεσμούς·
και όμως, τυφλωμένοι, οι άνθρωποι επινοούν συνεχώς καινούργιους
δεσμούς, και νομίζουν π.χ. ότι έχουν φτάσει στον σωστό

Και σε μένα ακόμη έζησες πολύ καιρό, εσύ αγαπημένη -σκέψη, εσύ αγαπημένο -στοιχειό. Νόμιζα κιόλας πως είχα βρει τη λέξη
της λύτρωσης, πως είχα ανακαλύψει σάρκα και κόκαλα για το περιφερόμενο πνεύμα· εδώ ακούω τώρα τις καμπάνες που σε συνοδεύουν στην αιώνια ανάπαυση· εδώ σβήνει η τελευταία ελπίδα, εδώ σιωπά η τελευταία αγάπη, εγκαταλείπω το έρημο σπίτι των πεθαμένων
και ζητώ κατάλυμα στους ζωντανούς:
Διότι μόνον ο ζωντανός έχει δίκιο.
Καλό ταξίδι, εσύ όνειρο τόσων πολλών εκατομμυρίων καλό ταξίδι,
χιλιόχρονε τύραννε των παιδιών σου!
Αύριο θα σε πάνε στον τάφο· σύντομα, οι αδελφοί σου, οι λαοί, θα
σε ακολουθήσουν. Και όταν όλοι θα έχουν περάσει, η ανθρωπότητα
θα θαφτεί, και εγώ θα είμαι κάτοχος του εαυτού μου, ένας χαμογελαστός κληρονόμος!

Η συναλλαγή είναι αμοιβαιότητα, είναι η δράση, το commercium [συναλλαγή] των ατόμων η κοινωνία είναι μόνον η συνύπαρξη μέσα σε μια αίθουσα, και ακόμη και τα αγάλματα του μουσείου είναι σε κοινωνία,
είναι «ομαδοποιημένα». Οι άνθρωποι συνηθίζουν να λένε «αυτοί καταλαμβάνουν μια αίθουσα από κοινού», ισχύει όμως μάλλον το αντίθετο: η αίθουσα είναι εκείνη που μας καταλαμβάνει, που μας έχει μέσα της.

Η φυλακή δεν σημαίνει πια ένα χώρο μόνον, αλλά έναν
χώρο με σαφή αναφορά στους ενοίκους του: διότι είναι φυλακή μόνο
λόγω του ότι είναι προορισμένη για φυλακισμένους, δίχως τους οποίους θα ήταν ένα απλό κτίριο. Τι δίνει μια κοινή στάμπα σ’ αυτούς που
είναι συγκεντρωμένοι μέσα της; Προφανώς, η φυλακή, διότι μόνο μέσω της φυλακής είναι αυτοί φυλακισμένοι. Ποιος καθορίζει τότε τον
τρόπο ζωής της φυλακής-κοινωνίας; Η φυλακή! Ποιος καθορίζει τη
συναλλαγή τους; Μήπως πάλι η φυλακή;

Σαν την αίθουσα, η φυλακή αποτελεί μια κοινωνία, μια συντροφικότητα, μια κοινότητα (όπως στην κοινότητα της εργασίας), όχι όμως
συναλλαγή, αμοιβαιότητα, ένωση. Αντίθετα, κάθε ένωση μέσα στη
φυλακή φέρει μαζί της τον επικίνδυνο σπόρο μιας «συνωμοσίας», ο οποίος υπό ευμενείς συνθήκες μπορεί να ξεπεταχθεί και να δώσει καρπούς.
Μολαταύτα, κανένας δεν μπαίνει συνήθως θεληματικά στη φυλακή
και σπάνια παραμένει θεληματικά σ’ αυτήν, αλλά τρέφει την εγωιστική επιθυμία για ελευθερία.

Τα άτομα είναι με την πληρέστερη έννοια μέλη μιας οικογένειας μόνον όταν κάνουν καθήκον τους τη διαρκή ύπαρξη της οικο-
γένειας·

Τώρα, αν η εγωιστική ενόρμηση ενός ατόμου δεν έχει αρκετή δύναμη, αυτό υποτάσσεται και κάνει ένα γάμο που ανταποκρίνεται στις
αξιώσεις της οικογένειας, ακολουθεί μια καριέρα που ταιριάζει με
την κοινωνική του θέση κ.ο.κ., κοντολογίς «αποτελεί τιμή για την οικογένεια».
Αν, αντίθετα, το εγωιστικό αίμα κυλάει με αρκετή ορμή μέσα στις
φλέβες του, προτιμά να γίνει «εγκληματίας» απέναντι στην οικογένεια και να αποφεύγει τους νόμους της.
Ποιο από τα δυο βρίσκεται πιο κοντά στην καρδιά μου, το καλό της
οικογένειας ή το δικό μου καλό; Σε αναρίθμητες περιπτώσεις, αμφότερα πηγαίνουν εν ειρήνη μαζί, και τα οφέλη που αποκομίζει η οικογένεια είναι συγχρόνως δικά μου και αντιστρόφως. Τότε είναι δύσκολο να αποφασιστεί αν σκέφτομαι το δικό μου συμφέρον ή το κοινό
συμφέρον, και ίσως κολακεύομαι κάπως για την ανιδιοτέλειά μου.
Έρχεται όμως η μέρα που μια αναγκαιότητα να διαλέξω ανάμεσα
στα δυο με κάνει να τρέμω, όταν έχω στον νου μου να ατιμάσω το οικογενειακό μου δέντρο, να προσβάλλω γονείς, αδέλφια και συγγενείς. Τι γίνεται τώρα; Τώρα θα φανεί τι κρύβω στα βάθη της καρδιάς
μου· τώρα θα αποκαλυφθεί αν η ευσέβεια στεκόταν ποτέ για μένα
ψηλότερα από τον εγωισμό, τώρα δεν θα μπορέσει ο εγωιστής να
κρυφτεί άλλο κάτω από την επίφαση της ανιδιοτέλειας. Μια επιθυμία
εγείρεται μέσα στην ψυχή μου και, μεγαλώνοντας από ώρα σε ώρα,
γίνεται πάθος.

Διότι και το κράτος
είναι μια κοινωνία, όχι μια ένωση, είναι η διευρυμένη οικογένεια («πατέρας της χώρας», «μητέρα της χώρας», «παιδιά της χώρας»).

Οι κοινωνίες και τα κράτη μας είναι δίχως να τα χάνουμε εμείς, είναι ενωμένα δίχως τη δική μας συνένωση, είναι προκαθορισμένα και
κατεστημένα ή έχουν μια ίδια, ανεξάρτητη ύπαρξη, είναι απέναντι σε
μας τους εγωιστές το αδιάλυτα κατεστημένο. Ο αγώνας που κάνει ο
κόσμος σήμερα είναι, όπως ειπώθηκε, στραμμένος εναντίον του «κατεστημένου». Κι όμως, οι άνθρωποι φροντίζουν να το παρερμηνεύουν
αυτό, σαν να επρόκειτο να αντικατασταθεί αυτό που είναι κατεστημένο σήμερα με ένα άλλο, καλύτερο κατεστημένο. Ο πόλεμος όμως
πρέπει να κηρυχτεί ενάντια στο ίδιο το κατεστημένο, το κράτος, όχι ενάντια σε ένα καθορισμένο κράτος ούτε στην εκάστοτε κατάσταση
του κράτους· οι άνθρωποι δεν πρέπει να αποβλέπουν σε ένα άλλο
κράτος (στο «λαϊκό κράτος» π.χ.), αλλά στην ένωσή τους, στη συνένωση, σ’ αυτή τη διαρκώς ρευστή συνένωση κάθε υπάρχοντος.

Προκειμένου να μπορεί αυτό
να αναπτύσσεται φυσικά, εφαρμόζει σε μένα τα ψαλίδια της «κουλτούρας»· μου δίνει μόρφωση και παιδεία προσαρμοσμένες σ’ αυτό
και όχι σε μένα, και μου διδάσκει π.χ. να σέβομαι τους νόμους, ν’ αποφεύγω κάθε παραβίαση της κρατικής ιδιοκτησίας (δηλαδή της ιδιωτικής ιδιοκτησίας), να σέβομαι τη θεϊκή και επίγεια υψηλότητα κ.ο.κ.,
κοντολογίς μου διδάσκει -να είμαι ατιμώρητος, «θυσιάζοντας» την κυριότητά μου στην «ιερότητα» (ιερό μπορεί να είναι το καθετί, π.χ. η ιδιοκτησία, η ζωή των άλλων κ.ο.κ.). Σ’ αυτό συνίσταται το είδος κουλτούρας και παιδείας που μπορεί να μου δώσει το κράτος: με εκπαιδεύει να γίνω «χρήσιμο όργανο», «χρήσιμο μέλος της κοινωνίας»).

Ποτέ ένα κράτος δεν αποβλέπει στο να
επιφέρει την ελεύθερη δραστηριότητα του ατόμου, αλλά πάντα τη
δραστηριότητα που είναι συνδεδεμένη με τον σκοπό του κράτους. Από το κράτος δεν συμβαίνει τίποτε κοινό, τόσο λίγο όσο μπορεί να αποκαλέσει κανείς ένα κομμάτι ύφασμα κοινή εργασία όλων των μεμονωμένων μερών μιας μηχανής· είναι μάλλον η εργασία ολόκληρης
της μηχανής ως ενότητας, είναι εργασία μηχανής. Κατά τον ίδιο τρόπο, η μηχανή του κράτους κάνει τα πάντα· διότι αυτή κινεί τα γρανάζια των ατομικών πνευμάτων, από τα οποία κανένα δεν ακολουθεί
την δική του ενόρμηση. Το κράτος προσπαθεί να παρεμποδίσει κάθε
ελεύθερη δραστηριότητα μέσω της λογοκρισίας του, της επιτήρησής
του, της αστυνομίας του, και θεωρεί αυτή την παρεμπόδιση καθήκον
του, διότι είναι όντως καθήκον αυτοδιατήρησης. Το κράτος θέλει να
κάνει κάτι τον άνθρωπο, γι’ αυτό ζουν μέσα σ’ αυτό μόνο φτιαγμένοι
άνθρωποι· όποιος θέλει να είναι ο εαυτός του, είναι αντίπαλος του
κράτους

Πώς
θα μπορούσε να είναι αλλιώς στο «λαϊκό κράτος»; Εκεί δεν θα κυβερνιόμουν πάλι εγώ από τη διάθεση του λαού, και υπάρχει καμιά διαφορά για μένα ανάμεσα στο να βλέπω τον εαυτό μου εξαρτημένο από τη διάθεση του ηγεμόνα και στο να τον βλέπω εξαρτημένο από τη
διάθεση του λαού, τη λεγόμενη «κοινή γνώμη»;

Ηγεμόνες και λαοί θα εξακολουθούν να υπάρχουν για όσο καιρό
δεν καταρρεύσουν και οι δύο, δηλαδή δεν πέσουν μαζί.

Και όμως, μόνον άτομα μπορούν να έρθουν σε ένωση μεταξύ τους, και όλες οι συμμαχίες και λίγκες μεταξύ
λαών είναι και παραμένουν μηχανικές συναθροίσεις, διότι αυτοί που
συναθροίζονται, τουλάχιστον στο βαθμό που οι «λαοί» θεωρούνται
αυτοί που συναθροίζονται, στερούνται θέλησης

Ο Έλληνας όμως υποβιβάστηκε μαζί με το κράτος του, ο πολίτης του
ουρανού υποβιβάστηκε μαζί με τον ουρανό· εμείς αντίθετα, δεν θέλουμε να χαθούμε μαζί με τον λαό, το έθνος και την εθνικότητα, δεν
θέλουμε να είμαστε απλώς πολιτικοί άνθρωποι ή πολιτικοί. Από τον
καιρό της Επανάστασης προσπάθησαν «να κάνουν τον λαό ευτυχισμένο», και κάνοντας τον λαό ευτυχισμένο, μεγάλο και τα τοιαύτα, έκαναν εμάς δυστυχισμένους: η ευτυχία του λαού είναι η δυστυχία
μου.

Μπορούμε ακόμη να μεταρρυθμίσουμε και να βελτιώσουμε το κράτος και τον λαό; Τόσο λίγο όσο τους ευγενείς, τον κλήρο, την εκκλησία κτλ.: μπορούμε να τους καταργήσουμε, να τους εκμηδενίσουμε,
να τους εξαλείψουμε, όχι να τους μεταρρυθμίσουμε. Μπορώ να αλλάξω κάτι α-νόητο σε μεστό νοήματος μεταρρυθμίζοντάς το ή πρέπει
να το πετάξω κατευθείαν;
Στο εξής, ό,τι είναι να γίνει, δεν πρέπει να γίνει σχετικά με το κράτος (τη μορφή του κράτους κτλ.), αλλά σχετικά με μένα. Έτσι, όλα τα
ζητήματα σχετικά με την εξουσία του ηγεμόνα, το σύνταγμα κ.ο.κ.
βυθίζονται στην αληθινή τους άβυσσο και μηδενικότητα. Εγώ, αυτό
το μηδέν, θα βγάλω μέσα από τον εαυτό μου τα δημιουργήματά μου.

Μέσα στο κράτος είναι έγκυρο το κόμμα. «Κόμμα, κόμμα, ποιος
δεν θα έπρεπε να συμμετέχει σε ένα τέτοιο!» Το άτομο όμως είναι μοναδικό, όχι μέλος του κόμματος. Ενώνεται ελεύθερα και χωρίζεται
πάλι ελεύθερα. Το κόμμα δεν είναι τίποτε άλλο από ένα κράτος μέσα
στο κράτος, και σ’ αυτή τη μικρή κυψέλη πρέπει να επικρατεί «ειρήνη» όπως και στη μεγαλύτερη

. Μη οπαδοί δεν μπορούν να είναι ως άνθρωποι του κόμματος, αλλά μόνον ως εγωιστές.

Τι με νοιάζει το κόμμα; Θα
βρω αρκετούς που θα συνενωθούν μαζί μου, δίχως να ορκίζονται αφοσίωση στη σημαία μου.

Ένας άνθρωπος που αφήνει μια ανθρώπινη ζωή να υπάρχει, επειδή είναι ιερή γι’
αυτόν, και που νιώθει φόβο να την αγγίξει, είναι απλώς -θρήσκος άνθρωπος

Αν κάποιος μάς κάνει αυτό που δεν θέλουμε να ανεχτούμε, τσακίζουμε τη δύναμή του και προβάλλουμε τη δική μας:
παίρνουμε εμείς ικανοποίηση απ’ αυτόν και δεν πέφτουμε στην τρέλα
να θέλουμε να ικανοποιήσουμε το δίκαιο (το στοιχειό). Δεν είναι το
ιερό αυτό που πρέπει να υπερασπιστεί τον εαυτό του έναντι του ανθρώπου, αλλά ο άνθρωπος έναντι του ανθρώπου· όπως και ο Θεός δεν
υπερασπίζεται πια τον εαυτό του έναντι του ανθρώπου, ο Θεός, στον
οποίο παλιότερα (και εν μέρει ακόμη και σήμερα) όλοι οι «υπηρέτες
του Θεού» πρόσφεραν τα χέρια τους για να τιμωρηθεί ο βλάσφημος

Αυτή η αφοσίωση
στο ιερό κάνει επίσης ώστε οι άνθρωποι να παραδίδουν, δίχως ζωντανή, ιδία συμμετοχή, τους κακοποιούς στα χέρια της αστυνομίας και
των δικαστηρίων: μια άνευ συμμετοχής εκχώρηση στις αρχές, «οι οποίες, φυσικά, θα χειριστούν καλύτερα τα ιερά πράγματα».

Στο έγκλημα ο εγωιστής επιβεβαίωσε μέχρι τώρα τον εαυτό του και
κορόιδεψε το ιερό: η ρήξη με το ιερό, ή μάλλον του ιερού, μπορεί να
γενικευτεί. Μια επανάσταση δεν επιστρέφει ποτέ, αλλά ένα ισχυρό,
ριψοκίνδυνο, αδιάντροπο, ασυνείδητο, περήφανο -έγκλημα, δεν βρυχάται με μακρινούς κεραυνούς, και δεν βλέπεις πώς ο ουρανός σιωπά
και σκοτεινιάζει προνοητικά;

Όποιος αρνείται να ξοδέψει τις δυνάμεις του για τέτοιες περιορισμένες κοινωνίες όπως η οικογένεια, το κόμμα, το έθνος, λαχταρά πάντα
μια πιο αξιόλογη κοινωνία, και πιστεύει πως βρήκε το αληθινό αντικείμενο της αγάπης, ίσως, στην «ανθρώπινη κοινωνία» ή «ανθρωπότητα», στην οποία θεωρεί τιμή του να θυσιαστεί: στο εξής «ζει για την
ανθρωπότητα και την υπηρετεί».

Όποιος αρνείται να ξοδέψει τις δυνάμεις του για τέτοιες περιορισμένες κοινωνίες όπως η οικογένεια, το κόμμα, το έθνος, λαχταρά πάντα
μια πιο αξιόλογη κοινωνία, και πιστεύει πως βρήκε το αληθινό αντικείμενο της αγάπης, ίσως, στην «ανθρώπινη κοινωνία» ή «ανθρωπότητα», στην οποία θεωρεί τιμή του να θυσιαστεί: στο εξής «ζει για την
ανθρωπότητα και την υπηρετεί».

Στην πραγματικότητα είναι το ίδιο αν ονομάζει κανείς τον προορισμό το θεϊκό ή
το ανθρώπινο.
Κάτω από τη θρησκεία και την πολιτική ο άνθρωπος βρίσκεται στη
σκοπιά του θα έπρεπε: θα έπρεπε να γίνει το ένα ή το άλλο, θα έπρεπε να είναι έτσι και έτσι. Μ’ αυτό το αίτημα, αυτή την εντολή προχωρά ο καθένας όχι μόνο μπροστά στον άλλο, αλλά και μπροστά στον εαυτό του. Αυτοί οι κριτικοί λένε: Θα έπρεπε να είσαι ολόκληρος, ελεύθερος άνθρωπος. Έτσι, κι αυτοί μπαίνουν στον πειρασμό να διακηρύξουν μια καινούργια θρησκεία, ένα καινούργιο απόλυτο, ένα ιδεώδες

Γελοίος είναι εκείνος που, ενώ οι σύντροφοι της φυλής του, της οικογένειάς του, του έθνους του κ.ο.κ. έχουν μεγάλη αξία, «φουσκώνει
από περηφάνια» για την αξία των συντρόφων του· τυφλός όμως είναι
κι εκείνος που θέλει να είναι μόνον «άνθρωπος». Κανένας τους δεν εναποθέτει την αξία του στην αποκλειστικότητα, αλλά στη σύνδεση ή
στον «δεσμό», που τον ενώνει με άλλους, στους δεσμούς του αίματος,
της εθνικότητας, της ανθρώπινης ιδιότητας.

Η ζωή σου είναι ιδιοκτησία σου· είναι όμως ιερή για τους ανθρώπους μόνον αν δεν είναι ζωή ενός μη ανθρώπου.
Ό,τι δεν μπορεί να υπερασπιστεί ο άνθρωπος ως τέτοιος από τα σωματικά αγαθά, μπορούμε να του το πάρουμε: αυτό είναι το νόημα
του ανταγωνισμού, της ελευθερίας του επιτηδεύματος. Ό,τι δεν μπορεί να υπερασπιστεί αυτός από τα πνευματικά αγαθά πέφτει και πάλι στα χέρια μας: μέχρι εκεί φτάνει η ελευθερία της συζήτησης, της επιστήμης, της κριτικής.

Εγώ δεν κάνω πίσω δειλά μπροστά στη δική σου και στη δική σας ιδιοκτησία, αλλά τη βλέπω πάντα σαν δική μου ιδιοκτησία, την οποία δεν
χρειάζεται καθόλου να «σέβομαι». Κάνετε κι εσείς το ίδιο μ’ αυτό
που ονομάζεται ιδιοκτησία μου!
Με βάση αυτή την άποψη, θα κατανοήσουμε ευκολότερα ο ένας τον
άλλο.

Διότι στην πράξη οι άνθρωποι δεν σέβονται τίποτε, και κάθε μέρα οι μικρές κτήσεις αγοράζονται από μεγαλύτερους ιδιοκτήτες και οι «ελεύθεροι άνθρωποι» γίνονται μεροκαματιάρηδες.
Αν, αντίθετα, οι μικροϊδιοκτήτες είχαν σκεφτεί ότι και η μεγάλη ιδιοκτησία είναι δική τους, δεν θα είχαν αποκλείσει τον εαυτό τους απ’
αυτήν με σεβασμό, και δεν θα ήταν αποκλεισμένοι.
Η ιδιοκτησία, όπως την εννοούν οι αστοί φιλελεύθεροι, αξίζει τις επιθέσεις του Προυντόν και των κομουνιστών: είναι αβάσιμη, επειδή ο
αστός ιδιοκτήτης δεν είναι στην πραγματικότητα παρά ένας άνθρωπος δίχως ιδιοκτησία, ένας αποκλεισμένος από παντού. Ενώ θα μπορούσε να του ανήκει ο κόσμος, αυτός δεν κατέχει ούτε το ασήμαντο
σημείο γύρω από το οποίο περιστρέφεται ο δεύτερος.

«Υπάρχουν
μερικά πράγματα που ανήκουν μόνο σε λίγους, και για τα οποία εμείς θέλουμε από δω και πέρα να εγείρουμε αξιώσεις ή να τα κυνηγήσουμε. Ας τα πάρουμε, διότι φτάνει κανείς στην ιδιοκτησία μόνον
παίρνοντας, και η ιδιοκτησία που είναι αυτή τη στιγμή αποκομμένη από μας έφτασε στα χέρια των ιδιοκτητών μόνον επειδή την πήραν. Θα
μπορέσει να χρησιμοποιηθεί καλύτερα αν είναι στα χέρια όλων μας
παρά αν την ελέγχουν λίγοι. Ας συνεταιριστούμε λοιπόν για τον σκοπό αυτής της αρπαγής (vol).» -Αντί γι’ αυτό, ο Προυντόν προσπαθεί
να μας κάνει να πιστέψουμε ότι η κοινωνία είναι ο πρωταρχικός κάτοχος και ο μοναδικός ιδιοκτήτης με απαράγραπτο δικαίωμα· σε βάρος αυτής έγιναν οι λεγόμενοι ιδιοκτήτες κλέφτες

Αντίθετα, στον άνθρωπο ανήκει ό,τι μπορεί αυτός να αποκτήσει: ο κόσμος ανήκει σε
μένα. Λέτε τίποτε διαφορετικό με την αντίθετη φράση σας: «Ο κόσμος ανήκει σε όλους»; Όλοι είναι εγώ και πάλι εγώ, κτλ. Αλλά εσείς
κάνετε το «όλοι» στοιχειό, το κάνετε ιερό, έτσι που το «όλοι» γίνεται
μετά ο εμπνέων φόβο κύριος του ατόμου. Και στο πλευρό σας έρχεται τότε το φάντασμα του «δικαιώματος».
Ο Προυντόν, όπως και οι κομουνιστές, μάχεται τον εγωισμό. Γι’ αυτό είναι συνεχιστές και συνεπείς εκτελεστές της χριστιανικής αρχής,
της αρχής της αγάπης, της θυσίας για κάτι γενικό, για κάτι ξένο.

Ιδιοκτήτες δεν είναι ο Θεός ή ο άνθρωπος (η «ανθρώπινη κοινωνία»), αλλά το άτομο.
Ο Προυντόν (και ο Βέιτλινγκ) νομίζει ότι έχει πει το χειρότερο για την
ιδιοκτησία όταν την αποκαλεί κλοπή (vol). Προσπερνώντας το στενόχωρο ερώτημα για το ποια καλώς θεμελιωμένη αντίρρηση θα μπορούσε να διατυπωθεί εναντίον της κλοπής, ρωτάμε απλώς: Είναι η έννοια «κλοπή» γενικώς δυνατή αν δεν δίνει κανείς ισχύ στην έννοια «ιδιοκτησία»; Πώς μπορεί κανείς να κλέψει, αν δεν είναι ήδη υπαρκτή
η ιδιοκτησία; Αυτό που δεν ανήκει σε κανέναν, δεν μπορεί να κλαπεί:
το νερό που αντλεί κανείς από τη θάλασσα, δεν το κλέβει. Κατά συνέπεια, η ιδιοκτησία δεν είναι κλοπή, αλλά μόνο μέσω της ιδιοκτησίας
καθίσταται δυνατή η κλοπή. Ο Βέιτλινγκ είναι υποχρεωμένος να καταλήξει κι αυτός σ’ αυτό το συμπέρασμα, καθώς θεωρεί τα πάντα ιδιοκτησία όλων: αν κάτι είναι «ιδιοκτησία όλων», το άτομο που το ιδιοποιείται δεν διαπράττει καμιά κλοπή.

Όποιος δεν είναι τίποτε άλλο εκτός απ’ αυτό που τον κάνουν η
τύχη ή ένας άλλος, συγκεκριμένα το κράτος, δεν έχει τίποτε άλλο εκτός απ’ αυτό που του δίνει ο άλλος, και δίκαια. Κι αυτός ο άλλος θα
του δώσει μόνον ό,τι αξίζει, δηλαδή ό,τι αξίζει μέσω των υπηρεσιών
του. Δεν δίνει αυτός αξία στον εαυτό του, αλλά το κράτος τού δίνει
την αξία του.

Όμως, σε αντίθεση προς το κράτος, αισθάνομαι ολοένα πιο καθαρά
ότι εξακολουθεί να μένει σε μένα μια μεγάλη δύναμη, η δύναμη πάνω στον εαυτό μου, δηλαδή πάνω σε καθετί που ανήκει μόνο σε μένα
και που υπάρχει μόνον επειδή είναι δικό μου.
Τι να κάνω αν οι δρόμοι μου δεν είναι πια δρόμοι του, αν οι σκέψεις
μου δεν είναι πια σκέψεις του; Κοιτώ τον εαυτό μου και δεν ζητώ τίποτε απ’ αυτό! Στις σκέψεις μου, που δεν τις έχω καθαγιασμένες από
καμιά συγκατάθεση, έγκριση ή χάρη, έχω την πραγματική ιδιοκτησία
μου, μια ιδιοκτησία με βάση την οποία μπορώ να συναλλάσσομαι.
Διότι, ως δικές μου, είναι δημιουργήματά μου

Ο σοσιαλισμός και ο κομουνισμός δεν αποτελούν
εξαίρεση του κανόνα. Ο καθένας πρέπει να είναι εφοδιασμένος με επαρκή μέσα, και δεν έχει πολλή σημασία αν τα βρίσκει κανείς με σοσιαλιστικό τρόπο σε μια προσωπική ιδιοκτησία ή να τα αντλεί με κομουνιστικό τρόπο από την κοινοκτημοσύνη των αγαθών. Το μυαλό
του ατόμου είναι και παραμένει το ίδιο, παραμένει εξαρτώμενο

ο κομουνισμός, με την κατάργηση κάθε προσωπικής ιδιοκτησίας, με βυθίζει ακόμη περισσότερο στην εξάρτηση από
έναν άλλο, συγκεκριμένα από τη γενικότητα ή συλλογικότητα· και, όσο ηχηρά κι αν επιτίθεται πάντα στο κράτος, αυτό στο οποίο αποβλέπει είναι να εγκαθιδρύσει πάλι ένα κράτος, ένα status, μια κατάσταση
που παρεμποδίζει την ελεύθερη κίνησή μου, μια κυρίαρχη δύναμη
πάνω από μένα. Ο κομουνισμός εξεγείρεται δίκαια εναντίον της πίεσης που υφίσταμαι από τους ατομικούς ιδιοκτήτες· ακόμη πιο φρικτή
είναι όμως η δύναμη που βάζει στα χέρια της συλλογικότητας.

Σύμφωνα με τη γνώμη των κομουνιστών, η κοινότητα πρέπει να είναι ιδιοκτήτης. Αντίθετα, εγώ είμαι ιδιοκτήτης και έρχομαι σε συνεννόηση με τους άλλους σχετικά με την ιδιοκτησία μου.

αν δεν έχεις όμως χρήματα, δεν μπορείς να ανταγωνιστείς. Δεν πρέπει να πάρεις τίποτα από κανέναν, διότι εγώ προστατεύω και παρέχω προνόμια στην ιδιοκτησία.» Ο ελεύθερος ανταγωνισμός δεν είναι «ελεύθερος», επειδή
μου λείπουν τα πράγματα για ανταγωνισμό.

Αυτή λοιπόν είναι η «ελευθερία» του ανταγωνισμού. Μόνο το κράτος, ο κύριός μου, με καθιστά ικανό να ανταγωνίζομαι.
Ανταγωνίζονται όμως πραγματικά τα πρόσωπα το ένα το άλλο; Όχι,
και πάλι μόνο τα πράγματα! Τα χρήματα κατά πρώτο λόγο κτλ.
Στον αγώνα ο ένας θα μένει πάντα πίσω από τον άλλο (π.χ. ένας
ποετάστρος πίσω από έναν ποιητή). Έχει όμως διαφορά αν τα μέσα
που λείπουν στον άτυχο ανταγωνιστή είναι προσωπικά ή υλικά, και
αν τα υλικά μέσα μπορούν να αποκτηθούν μέσω προσωπικής δύναμης ή μόνο μέσω χάρης, ως δώρο· όπως όταν ο πιο φτωχός άνθρωπος
πρέπει να αφήσει τον πλούτο του στον πλούσιο, δηλαδή να του κάνει
ένα δώρο

Ο ιδιοκτήτης είναι ικανός μόνο στο βαθμό που οι άλλοι δεν είναι. Επειδή το εμπόρευμά σου αποτελεί την ικανότητά σου μόνο για όσο
καιρό μπορείς να το υπερασπιστείς, δηλαδή για όσο καιρό εμείς δεν
είμαστε ικανοί να κάνουμε τίποτε μ’ αυτό, κοίτα να βρεις καμιά άλλη
ικανότητα· διότι εμείς τώρα ξεπερνάμε, με τη δύναμή μας, τη δήθεν
ικανότητά σου.

Είναι όμως πραγματικά η εργασία μου, όπως θεωρούν οι κομουνιστές, η μόνη μου ικανότητα ή μήπως έγκειται αυτή σε ό,τι είμαι ικανός να κάνω; Και δεν πρέπει η κοινωνία των εργαζόμενων να το παραδεχτεί αυτό, υποστηρίζοντας επίσης τους άρρωστους, τα παιδιά,
τους γέρους -κοντολογίς, τους ανίκανους να δουλέψουν;

Επομένως, δεν περιμένει την ικανότητά του από τη μοιρασιά των
άλλων, και ακόμη και στην κοινωνία των εργαζόμενων εμφανίζεται η
υποψία ότι σε μια ίση διανομή οι αδύνατοι θα εκμεταλλεύονται τους
ισχυρούς· περιμένει την ικανότητά του μάλλον από τον εαυτό του, και
λέει τώρα αυτό που είμαι ικανός να έχω, αυτή είναι η ικανότητά μου.
Τι ικανότητα δεν έχει το παιδί στο χαμόγελό του, στο παιχνίδι του,
στις φωνές του, κοντολογίς στην απλή ύπαρξή του! Είσαι σε θέση να
αντισταθείς στην επιθυμία του;

Αν το πρόσωπό σου έχει σημασία για μένα, με πληρώνεις ήδη με την
απλή ύπαρξή σου· αν έχω να κάνω μόνο με μια από τις ιδιότητές σου,
τότε η υποχωρητικότητά σου, ίσως, ή η αρωγή σου, έχει μια αξία (χρηματική αξία) για μένα, και εγώ την αγοράζω.

«Στον καθένα σύμφωνα με την ικανότητά του!» Ποιος θα
μου δώσει σύμφωνα με την ικανότητά μου; Η κοινωνία μήπως; Τότε
θα έπρεπε να δεχτώ την εκτίμησή της. Καλύτερα να πάρω σύμφωνα
με την ικανότητά μου.

οι άνθρωποι σπουδάζουν για να μπουν στο δημόσιο (σπουδάζουν
για να βρουν μια καλοπληρωμένη δουλειά), σπουδάζουν να σκύβουν
το κεφάλι και να κολακεύουν, σπουδάζουν τη ρουτίνα και την «εξοικείωση με τη δουλειά», δουλεύουν «για τα μάτια του κόσμου».

Η ακατάπαυστη απόκτηση δεν μας αφήνει να ανασάνουμε, να φτάσουμε σε μια ήσυχη απόλαυση: δεν χαιρόμαστε τα αποκτήματά μας.

εκείνοι που έχουν πάρει προαγωγή επιβαρύνουν και εξαπατούν δυσανάλογα εκείνους που έχουν τοποθετηθεί στις κατώτερες βαθμίδες. Οι τελευταίοι όμως παίρνουν θάρρος (πρώτα από σοσιαλιστική άποψη, αργότερα όμως με εγωιστική συνείδηση, από την
οποία θέλουμε τώρα να δώσουμε λίγο χρώμα στα λόγια τους) να θέσουν το ερώτημα: από τι είναι λοιπόν η ιδιοκτησία σας ασφαλής, εσείς άνθρωποι της προαγωγής; -Και δίνουν οι ίδιοι την απάντηση: Από το ότι εμείς παραλείπουμε να παρέμβουμε! Κι έτσι από την προστασία μας!

Θα φωνάξετε για βία, αν απλώσουμε τα χέρια μας και τα καταβροχθίσουμε
μαζί σας, και θα έχετε δίκιο. Δίχως βία δεν μπορούμε να τα πάρουμε,
όπως κι εσείς τα έχετε ασκώντας βία σε μας.

Θέλουμε να τα πάμε καλά μεταξύ μας, αρκεί πρώτα να συμφωνήσουμε
σ’ αυτό -ότι κανένας πια δεν χρειάζεται να χαρίζει κάτι στον άλλο.
Τότε ίσως να φτάσουμε τόσο μακριά ώστε να πληρώνουμε ακόμη και
τους ανάπηρους, τους άρρωστους και τους γέρους με μια δέουσα τιμή προκειμένου να μη φεύγουν από κοντά μας πεινασμένοι και ενδεείς· διότι, αν θέλουμε να ζήσουν κι αυτοί, είναι καλό να αγοράσουμε
εμείς την εκπλήρωση της θέλησης μας. Λέω «να αγοράσουμε», άρα
δεν εννοώ καμιά άθλια «ελεημοσύνη». Διότι, ακόμη κι εκείνοι που δεν
μπορούν να δουλέψουν έχουν ιδιοκτησία τους τη ζωή τους· αν δεν θέλουμε (ανεξάρτητα για ποιον λόγο) να μας αποστερήσουν αυτή τη
ζωή, μπορούμε να το πετύχουμε αυτό μόνο μέσω της αγοράς· και μάλιστα ίσως να θέλουμε μια καλή ζωή γι’ αυτούς, επειδή μας αρέσει να
μας περιστοιχίζουν φιλικά πρόσωπα. Κοντολογίς, δεν θέλουμε να μας
χαρίσετε τίποτε, αλλά και δεν θέλουμε να σας χαρίσουμε τίποτε.

«Τότε θα πάρω άλλον.» Δεν θα βρεις άλλον, διότι οι ζευγάδες
έχουν αλλάξει, κι αν εμφανιστεί κάποιος που παίρνει λιγότερα, καλά
θα κάνει να φυλαχτεί από μας. Εκεί είναι η υπηρέτρια, που απαιτεί
ήδη εξίσου πολλά, και δεν βρίσκεις πια καμιά κάτω απ’ αυτή την τιμή. «Ε, τότε θα καταστραφώ!» Μη βιάζεσαι τόσο! Θα πάρεις σίγουρα τόσα όσα κι εμείς, κι αν δεν γίνει αυτό, θα αφήσουμε τόσα όσα θα
σου επιτρέψουν να ζεις σαν κι εμάς. «Έχω συνηθίσει όμως να ζω καλύτερα.» Δεν έχουμε τίποτε εναντίον αυτού του πράγματος, αλλά δεν
είναι μέλημά μας·

«Τι με νοιάζει η ανάγκη σου; Δες πώς θα τα βγάλεις πέρα στον
κόσμο, δεν είναι δική μου υπόθεση, αλλά δική σου.» Επομένως, ας είναι δική μας υπόθεση, κι ας μην αφήσουμε τους πλούσιους να μας
σουφρώσουν τα μέσα που έχουμε για να πραγματοποιήσουμε αξία
από μας.

Το χρήμα θα διατηρηθεί ανάμεσα στους εγωιστές; -Στο αποτύπωμα της παλιάς σφραγίδας κολλάει μια κληρονομημένη κατοχή. Αν δεν
αφήνεστε πια να πληρώνεστε μ’ αυτή, καταστρέφεται: αν δεν κάνετε
τίποτε γι’ αυτό το χρήμα, χάνει όλη τη δύναμή του. Καταργήστε την
κληρονομιά και έχετε σπάσει την επίσημη σφραγίδα του εκτελεστή
της διαθήκης. Σήμερα τα πάντα είναι κληρονομιά, είτε είναι ήδη κληρονομημένα είτε περιμένουν τους κληρονόμους τους.

Αν εγώ δεν ασχολούμαι με τη δική μου υπόθεση, πρέπει να είμαι ευχαριστημένος μ’ αυτά που θέλουν άλλοι να μου δώσουν. Το να έχω
ψωμί, είναι δική μου υπόθεση, δική μου επιθυμία και ευχή, και όμως
οι άνθρωποι το αφήνουν στους αρτοποιούς και ελπίζουν το πολύ
πολύ να έχουν μέσω της διαμάχης, της αντιζηλίας, της αντιπαλότητάς
τους, κοντολογίς του ανταγωνισμού τους, ένα όφελος, στο οποίο δεν
θα μπορούσε κανείς να βασιστεί στην περίπτωση των μελών της συντεχνίας, οι οποίοι ήταν αποκλειστικά και ολοκληρωτικά κάτοχοι του
δικαιώματος της παρασκευής ψωμιού. -Αυτό που χρειάζεται ο καθένας, σ’ αυτού την προμήθεια και την παραγωγή θα έπρεπε να συμμετάσχει επίσης ο καθένας· είναι δική του υπόθεση, δική του ιδιοκτησία,
όχι ιδιοκτησία του συντεχνιακού ή ανάδοχου μάστορα.

Μετασχηματισμένη κατ’ αυτό τον τρόπο σε φάντασμα, η δύναμη είναι -δικαίωμα. Αυτή η διαιωνισμένη δύναμη δεν σβήνει ούτε με
το θάνατό μου, αλλά μεταφέρεται ή «κληρονομείται».
Τα πράγματα δεν ανήκουν πραγματικά σε μένα, αλλά στο δικαίωμα.
Από την άλλη μεριά, αυτό δεν είναι παρά μια τύφλωση. Διότι η δύναμη του ατόμου γίνεται μόνιμη και δικαίωμα μόνον από άλλους που
ενώνουν τη δύναμή τους με τη δική του. Η ψευδαίσθηση συνίσταται
στο ότι πιστεύουν πως δεν μπορούν να πάρουν πίσω τη δύναμή τους.

Επομένως, είναι αναγκαίο να μη διεκδικώ πια τίποτε ως άνθρωπος,
αλλά τα πάντα ως εγώ, αυτό το εγώ· και κατά συνέπεια να μη διεκδικώ τίποτε ανθρώπινο, αλλά το δικό μου· δηλαδή, τίποτε που με αφορά ως άνθρωπο, αλλά -αυτό που θέλω και επειδή το θέλω.
Η δικαιωματική ή νόμιμη ιδιοκτησία ενός άλλου θα είναι μόνον εκείνη που είναι σωστό για σένα να είναι δική του ιδιοκτησία. Αν αυτό
σταματήσει, τότε η ιδιοκτησία αυτή έχει χάσει τη νομιμότητά της για
σένα, και θα γελάς με το απόλυτο δικαίωμα σ’ αυτήν.

Ο εγωιστής λέει ακριβώς το αντίθετο. Ακριβώς επειδή εσύ θεωρείς
κάτι ιερό, εγώ σε περιγελώ· και ακόμη κι αν σεβόμουν τα πάντα σε
σένα, ακριβώς το άδυτό σου δεν το σέβομαι.

Παραμένει κανείς μέσα στην ασάφεια όταν ακούει αυτή την κραυγή για ελευθερία του τύπου. Αυτό που ζητούν προφανώς είναι να αφήσει το κράτος τον τύπο ελεύθερο· αυτό όμως που πραγματικά επιδιώκουν, δίχως να το ξέρουν, είναι να γίνει ο τύπος ελεύθερος από το
κράτος ή να απαλλαχτεί από το κράτος. Το πρώτο είναι μια παράκληση στο κράτος, το δεύτερο μια εξέγερση εναντίον του κράτους.

ο τύπος δεν πρέπει να είναι ελεύθερος -αυτό είναι πάρα πολύ λίγο- πρέπει να είναι δικός μου: -η κυριότητα του τύπου ή η ιδιοκτησία του τύπου, ιδού τι θέλω να πάρω.

Η αγάπη είναι μια θρησκευτική απαίτηση που πάει πολύ μακριά:
δεν περιορίζεται, όπως θα μπορούσε να υποτεθεί, στην αγάπη για τον
Θεό και τον άνθρωπο, αλλά έχει την πρωτοκαθεδρία σε κάθε σχέση.
Ό,τι κι αν κάνουμε, σκεφτόμαστε, θέλουμε, ο λόγος γι’ αυτό πρέπει να
είναι πάντα η αγάπη

Κανένας όμως δεν οφείλει στον εαυτό του να τον κάνει κάτι ούτε
στους άλλους να τους κάνει κάτι· διότι κανένας δεν οφείλει τίποτε
στην ουσία του ή σ’ εκείνη των άλλων. Η συναλλαγή που βασίζεται
στην ουσία είναι μια συναλλαγή με το στοιχειό, όχι με κάτι πραγματικό. Αν έχω συναλλαγή με την υπέρτατη ουσία, δεν έχω συναλλαγή
με τον εαυτό μου, και, αν έχω συναλλαγή με την ουσία του ανθρώπου,
δεν έχω συναλλαγή με τους ανθρώπους.
Η αγάπη του φυσικού ανθρώπου γίνεται μέσω της κουλτούρας εντολή. Ως εντολή όμως ανήκει στον άνθρωπο ως τέτοιο, όχι σε μένα·

Αντί, λοιπόν, να έχει κερδηθεί πραγματικά για μένα, έχει κερδηθεί για τη γενικότητα, τον άνθρωπο, ως ιδιοκτησία ή ιδιαιτερότητά του: «στον άνθρωπο, δηλαδή σε κάθε άνθρωπο ταιριάζει να αγαπά: η αγάπη είναι το καθήκον και η κλήση του ανθρώπου κ.ο.κ.»
Κατά συνέπεια, πρέπει και πάλι να διεκδικήσω την αγάπη για μένα, και να τη λυτρώσω από τη δύναμη του ανθρώπου.

Ο φιλόδοξος άνθρωπος, που άγεται από τη φιλοδοξία και παραμένει κουφός σε κάθε προειδοποίηση
που γεννά μέσα του μια ήσυχη στιγμή, έχει αφήσει το πάθος του να
εξελιχθεί σε δυνάστη απέναντι στον οποίο εγκαταλείπει κάθε δύναμη
διάλυσης

Αγαπάτε τον άνθρωπο, γι’ αυτό βασανίζετε τον ατομικό άνθρωπο,
τον εγωιστή· η φιλανθρωπία σας είναι βασανισμός του ανθρώπου.
Αν δω τον αγαπημένο να υποφέρει, υποφέρω κι εγώ μαζί του, και
δεν ησυχάζω ώσπου να δοκιμάσω τα πάντα για να τον παρηγορήσω
και να τον ανακουφίσω·

Όμως, επειδή δεν μπορώ να αντέξω τη γεμάτη θλίψη ζαρωματιά
στο μέτωπο του αγαπημένου, γι’ αυτό το λόγο, και συνεπώς για μένα, τη σβήνω με τα φιλιά μου. Αν δεν αγαπούσα το πρόσωπο αυτό,
θα μπορούσε να κάνει συνέχεια ζαρωματιές, δεν θα με ένοιαζαν απλώς διώχνω μακριά τη δική μου έγνοια.

Η αγάπη όμως δεν είναι εντολή, αλλά, όπως όλα τα αισθήματά μου,
ιδιοκτησία μου. Αποκτήστε, δηλαδή αγοράστε την ιδιοκτησία μου, κι
εγώ θα την αφήσω σ’ εσάς. Μια εκκλησία, ένας λαός, μια πατρίδα, μια
οικογένεια κ.ο.κ., που δεν ξέρουν πώς να αποκτήσουν την αγάπη
μου, δεν χρειάζεται να τα αγαπώ· και καθορίζω την τιμή αγοράς της
αγάπης μου απολύτως όπως μου αρέσει.

Τρέφω αγάπη μόνο στο βαθμό που είναι ένα από τα αισθήματά
μου· ως δύναμη όμως πάνω από μένα, ως θεϊκή δύναμη, όπως λέει ο
Φόυερμπαχ, ως πάθος από το οποίο δεν πρέπει να αποσπαστώ, ως
θρησκευτικό και ηθικό καθήκον, την -περιφρονώ. Ως αίσθημά μου, είναι δική μου· ως βασική αρχή στην οποία «ορκίζομαι» και αφιερώνω
την ψυχή μου, είναι δυναστική και θεϊκή, όπως είναι διαβολικό το μίσος ως βασική αρχή: το ένα δεν είναι καλύτερο από το άλλο. Κοντολογίς, η εγωιστική αγάπη, δηλαδή η αγάπη μου, δεν είναι ούτε ιερή
ούτε ανίερη, ούτε θεϊκή ούτε διαβολική.

Το αίσθημα όμως, το οποίο αποφάσισα και στο οποίο καταδίκασα
τον εαυτό μου από την αρχή, είναι ένα στενό αίσθημα, επειδή είναι
προκαθορισμένο αίσθημα, από το οποίο δεν μπορώ να αποσπαστώ ή
να δηλώσω ότι αποσπάστηκα. Επειδή είναι σχηματισμένο εκ των
προτέρων, είναι μια προκατάληψη.

α. Βλέπω πώς οι άνθρωποι τρομάζουν βουτηγμένοι στη σκοτεινή δεισιδαιμονία από ένα λεφούσι φαντασμάτων. Αν αφήσω, στο μέτρο των δυνάμεών μου, να
πέσει λιγάκι ημερήσιο φως πάνω σ’ αυτά τα στοιχειά της νύχτας, μήπως θα το κάνω αυτό επειδή μου το εμπνέει η αγάπη που έχω για
σας; Μήπως γράφω από αγάπη για τους ανθρώπους; Όχι, γράφω επειδή θέλω να παράσχω στις σκέψεις μου μια ύπαρξη μέσα στον κόσμο· κι ακόμη κι αν βλέπω εκ των προτέρων ότι οι σκέψεις αυτές θα
πάρουν τη γαλήνη και την ηρεμία σας, ακόμη κι αν βλέπω τους πιο αιματηρούς πολέμους και την πτώση πολλών γενεών να βλασταίνουν
απ’ αυτό τον σπόρο σκέψης -μολαταύτα, θα τον σπείρω. Κάντε μ’ αυτόν ό,τι θέλετε και μπορείτε, αυτό είναι δική σας υπόθεση και δεν με
απασχολεί

Τραγουδώ -επειδή είμαι τραγουδιστής. Αλλά σας χρησιμοποιώ γι’
αυτό επειδή -χρειάζομαι αφτιά.
Όπου βρίσκω τον κόσμο στον δρόμο μου -και τον βρίσκω παντού
στον δρόμο μου- τον καταναλώνω για να κατευνάσω την πείνα του εγωισμού μου.

Μπορείτε να με τιμωρήσετε με βασανιστήρια, μπορείτε να με απειλήσετε με την κόλαση και την αιώνια καταδίκη, μπορείτε να με εξαντλήσετε τόσο που να πάρω ψεύτικο όρκο, αλλά δεν θα μου αποσπάσετε την αλήθεια, επειδή θέλω να σας πω ψέματα, καθώς δεν σας έχω δώσει αξίωση και δικαίωμα στην ειλικρίνειά μου. Ας με κοιτάξει
από πάνω ο Θεός, «που είναι η αλήθεια», όσο απειλητικά θέλει, ας με
δυσκολέψει όσο θέλει το ψέμα, εγώ έχω μολαταύτα το θάρρος να πω
ψέματά·

μολαταύτα, εκείνος, για τον οποίο επιδιώκει το κέρδος, είναι δούλος του κέρδους, δεν είναι πάνω από το κέρδος, είναι κάποιος
ο οποίος ανήκει στο κέρδος, στο πορτοφόλι, όχι στον εαυτό του, δεν
είναι κύριος του εαυτού του. Ένας άνθρωπος που τον κυβερνά το πάθος της πλεονεξίας δεν πρέπει να ακολουθεί τις εντολές αυτού του
κυρίου; Και, αν καμιά φορά τον αιφνιδιάζει μια αδύναμη καλοσύνη

διότι, σταματάτε πάντα στα μισά του δρόμου, επειδή
φοβάστε το ιερό. Απέναντι στο ιερό δεν έχετε ιδία θέληση. Ψεύδεσθε
με -μέτρο, όπως είστε ελεύθεροι «με μέτρο», είστε θρήσκοι «με μέτρο» (ο κλήρος δεν πρέπει «να ξεπερνά τα όρια»· γύρω απ’ αυτό το
θέμα γίνεται σήμερα η πιο ανούσια διαμάχη μεταξύ του πανεπιστημίου και της εκκλησίας), έχετε μοναρχικά φρονήματα «με μέτρο» (θέλετε έναν μονάρχη περιορισμένο από το σύνταγμα, από έναν θεμελιώδη νόμο του κράτους) -το καθετί σωστά μετρημένο, χλιαρό και
χλομό, μισό του Θεού, μισό του διαβόλου.

τα δικαστήρια του κράτους δεν αναγνωρίζουν το απαράβατο του όρκου. Διότι, αν είχα ορκιστεί σε κάποιον, που υποβάλλεται σε ανάκριση, να μην πω τίποτε εναντίον του, το δικαστήριο
θα απαιτήσει τη δήλωσή μου παρά το ότι με δεσμεύει ένας όρκος, και,
σε περίπτωση που θα αρνηθώ, θα διατάξει την κράτησή μου ώσπου
να αποφασίσω να παραβώ τον όρκο μου. Το δικαστήριο «με απαλλάσσει από τον όρκο μου» -τ ι μεγαλοψυχία! Αν κάποια δύναμη μπορεί να με απαλλάξει από τον όρκο μου, η μόνη που έχει δικαίωμα να
το κάνει είναι εγώ ο ίδιος.

Ο άπληστος κερδοσκόπος ρίχνει μερικά κέρματα στο κουτί για τους φτωχούς
και «κάνει το καλό», ο τολμηρός στοχαστής παρηγοριέται με το ότι
δουλεύει για την προαγωγή του ανθρώπινου γένους και ότι η ερημιά
του «αποβαίνει σε καλό» της ανθρωπότητας ή, σε μια άλλη περίπτωση, ότι «υπηρετεί την ιδέα»

Μέχρι σήμερα, το σκέπτεσθαι και το εμπορεύεσθαι γίνονται -για
χάρη του Θεού.

πρέπει να σκέφτονται -εκτός από τον εαυτό τους- κι έναν άλλο

Αυτός ο άλλος όμως εί-
ναι ένα ον πάνω απ’ αυτούς, ένα ανώτερο ή υπέρτατο ον και γι’ αυτό, λέω εγώ, μοχθούν για την αγάπη του Θεού. Επίσης, μπορώ να πω ότι ο έσχατος λόγος των πράξεών τους είναι
-η αγάπη. Όχι μια οικειοθελής αγάπη όμως, όχι η δική τους, αλλά μια
φόρου υποτελής αγάπη, ή ανήκουσα στο υπέρτατο ον (δηλαδή στον
Θεό, που είναι ο ίδιος αγάπη)· κοντολογίς, όχι η εγωιστική, αλλά η
θρησκευτική·

Αν μια ένωση έχει κρυσταλλωθεί σε κοινωνία, έχει πάψει να είναι συνασπισμός· διότι ο συνασπισμός είναι ένα ασταμάτητο
ενώνεσθαι· έχει γίνει τελεσίδικη ένωση, έχει φτάσει σε μια ακινητοποίηση, έχει εκφυλιστεί σε κάτι παγιωμένο· είναι -νεκρή ως ένωση, είναι το κουφάρι της ένωσης ή του συνασπισμού, είναι -κοινωνία

η διαφορά μεταξύ κράτους και ένωσης είναι αρκετά μεγάλη. Το πρώτο είναι εχθρός και φονιάς της κυριότητας, η δεύτερη κόρη και συνεργάτιδα της κυριότητας· το πρώτο είναι ένα πνεύμα που θέλει να λατρεύ-
εται σαν πνεύμα και αλήθεια, η δεύτερη είναι δικό μου έργο, δικό μου
προϊόν

δεν δεσμεύομαι για το μέλλον μου στην ένωση και δεν πουλώ
την ψυχή μου σ’ αυτήν, όπως λένε ότι γίνεται με τον διάβολο και όπως
πράγματι συμβαίνει με το κράτος και με κάθε πνευματική εξουσία.
Αντίθετα, εγώ είμαι και παραμένω για μένα κάτι περισσότερο από το
κράτος, την εκκλησία, τον Θεό και τα τοιαύτα, άρα και κάτι απείρως
περισσότερο από την ένωση.

Η αρχή των ανθρώπων ανυψώνεται πάνω απ’ αυτούς σε
κυρίαρχη δύναμη, γίνεται η υπέρτατη ουσία τους, ο Θεός τους, και, ως
τέτοιος -νομοθέτης. Ο κομουνισμός δίνει σ’ αυτή την αρχή την πιο αυστηρή συνέπεια

Την υπηρεσία του φιλόστοργου προσώπου μπορώ
να την έχω μόνο -ζητιανεύοντας, είτε με την αξιοθρήνητη εμφάνισή
μου είτε με την ανάγκη μου για βοήθεια, την αθλιότητά μου, την -οδύνη μου. Τι μπορώ να του προσφέρω για τη βοήθειά του; Τίποτε!
Πρέπει να τη δεχτώ ως δώρο

Ας αρνηθούμε καλύτερα κάθε υποκρισία της κοινότητας και ας αναγνωρίσουμε ότι, αν είμαστε ίσοι ως άνθρωποι, δεν είμαστε ίσοι επειδή δεν είμαστε άνθρωποι. Είμαστε ίσοι μόνο στη σκέψη, μόνον όταν είμαστε αντικείμενο της σκέψης, όχι όπως είμαστε
πραγματικά και σωματικά. Εγώ είμαι ένα εγώ, κι εσύ είσαι ένα εγώ:
δεν είμαι όμως αυτό το εγώ που έχουμε σκεφτεί· αυτό το εγώ στο οποίο είμαστε όλοι ίσοι είναι μόνο σκέψη μου. Είμαι άνθρωπος και είσαι άνθρωπος: «άνθρωπος» όμως είναι μόνο μια σκέψη, μια γενικότητα· ούτε εγώ ούτε εσύ μπορούμε να λεχθούμε, είμαστε άφατοι, επειδή μόνον οι σκέψεις μπορούν να λεχθούν και συνίστανται στο ομιλείν.

Ως μοναδικός δεν μπορείς να επιβεβαιωθείς παρά μόνο μέσα στην ένωση, επειδή η ένωση δεν σε κατέχει, αλλά την
κατέχεις εσύ ή την κάνεις χρήσιμη σε σένα.

Σε μια ένωση φέρνεις ολόκληρη τη δύναμή σου, την ικανότητά σου,
και κάνεις τον εαυτό σου να μετράει· σε μια κοινωνία χρησιμοποιείσαι
μέσω της εργασιακής σου δύναμης· στην πρώτη ζεις εγωιστικά, στη
δεύτερη ανθρώπινα, δηλαδή θρησκευτικά, σαν «μέλος του σώματος
αυτού του Κυρίου»

Η επανάσταση και η εξέγερση δεν πρέπει να θεωρούνται συνώνυμες. Η πρώτη συνίσταται σε μια ανατροπή των συνθηκών, της κατεστημένης κατάστασης ή status, του κράτους ή της κοινωνίας, και είναι, κατά συνέπεια, μια πολιτική ή κοινωνική πράξη· η δεύτερη έχει
όντως ως αναπόφευκτη συνέπεια έναν μετασχηματισμό των συνθηκών, όμως δεν αρχίζει απ’ αυτόν αλλά από την ανικανοποίηση των ανθρώπων με τον εαυτό τους, δεν είναι ένας ένοπλος ξεσηκωμός, αλλά
ένας ξεσηκωμός των ατόμων, ένας σηκωμός δίχως μέριμνα για τις
διευθετήσεις που προκύπτουν απ’ αυτόν. Η επανάσταση απέβλεπε
σε καινούργιες διευθετήσεις- η εξέγερση μάς οδηγεί όχι πια στο να αφεθούμε να διευθετηθούμε, αλλά στο να διευθετήσουμε τον εαυτό
μας, και δεν δημιουργεί αστραφτερές ελπίδες για «θεσμούς».

«Τίποτε
σ’ αυτόν τον κόσμο δεν είναι τέλειο.» Μ’ αυτή τη θλιβερή φράση τον
αποχωρίζονται οι καλοί και καταφεύγουν στο καμαράκι τους κοντά
στον Θεό ή στην περήφανη «αυτοσυνειδησία» τους. Εμείς όμως μένουμε σ’ αυτόν τον «ατελή» κόσμο, επειδή ακόμη κι έτσι μπορούμε να
τον χρησιμοποιήσουμε για την -αυτοαπόλαυσή μας.
Η συναλλαγή μου με τον κόσμο συνίσταται στο να τον απολαμβάνω, κι έτσι στο να τον αναλώνω για την αυτοαπόλαυσή μου

Ζει κανείς με τη λαχτάρα και έχει ζήσει χιλιάδες
χρόνια μ’ αυτήν, έχει ζήσει με την ελπίδα. Τελείως διαφορετικά ζει
κανείς με την -απόλαυση!.

φοβάται να χρησιμοποιήσει τη ζωή του όπως του αρέσει: αυτή είναι μόνο για «καλή
χρήση».
Κοντολογίς, έχει κανείς μια κλήση στη ζωή, ένα καθήκον στη ζωή· έχει κάτι να πραγματοποιήσει και να παράγει με τη ζωή του, ένα κάτι
για το οποίο η ζωή μας είναι μόνο μέσο και εργαλείο, ένα κάτι που αξίζει περισσότερο απ’ αυτή τη ζωή, ένα κάτι στο οποίο χρωστάμε τη
ζωή μας. Έχουμε έναν Θεό που ζητά μια ζωντανή θυσία.

Το καθένα από τα χαρακτηριστικά σου πρέπει να είναι ανθρώπινο·
εσύ ο ίδιος πρέπει να είσαι τέτοιος από την κορυφή ώς τα νύχια, μέσα και έξω· διότι η ανθρώπινη ιδιότητα είναι η κλήση σου.
Κλήση – προορισμός – καθήκον!

Και δεν εξεγείρεστε επιτέλους με το ότι σας παίρνουν πάντα αλλιώς απ’ ό,τι θα θέλατε να φαίνεστε. Όχι, θέτετε μηχανικά στον εαυτό σας το ερώτημα που σας θέτουν: «Για τι πράγμα είμαι κεκλημένος; Τι πρέπει να κάνω;»

Τώρα, θα μπορούσε κανείς να
φωνάξει στον άνθρωπο: χρησιμοποίησε τη δύναμή σου. Ωστόσο, η
προσταγή αυτή θα μπορούσε να πάρει το νόημα ότι καθήκον του ανθρώπου είναι να χρησιμοποιεί τη δύναμή του. Δεν είναι έτσι. Αντίθετα, ο καθένας χρησιμοποιεί πραγματικά τη δύναμή του δίχως να το
βλέπει αυτό πρώτα ως κλήση του: κάθε στιγμή, ο καθένας χρησιμοποιεί όση δύναμη κατέχει

Το καθετί είναι δικό μου, γι’ αυτό φέρνω πίσω σε μένα ό,τι θέλει να
αποσπαστεί από μένα, προπαντός όμως φέρνω πάντα πίσω τον εαυ-
τό μου, όταν κάποια υποταγή μου με έχει κάνει να ξεφύγω από τον
εαυτό μου.

Εγώ δέχομαι με ευγνωμοσύνη αυτά που απέκτησαν για μένα αιώνες κουλτούρας· δεν θέλω να πετάξω και να παρατήσω τίποτα: δεν
έζησα μάταια. Η εμπειρία ότι έχω δύναμη πάνω στη φύση μου και δεν
χρειάζεται να είμαι δούλος των ορέξεών μου, δεν πρέπει να χαθεί για
μένα· η εμπειρία ότι μπορώ να υποτάξω τον κόσμο με τα μέσα που
μου δίνει η κουλτούρα αγοράστηκε πολύ ακριβά για να μπορέσω να
την ξεχάσω. Θέλω όμως ακόμη περισσότερα.

Αν δει κανείς κάποιον να καταστρέφεται σε μια μανία, σε ένα πάθος κτλ. (όπως στο ψιλικατζίδικο πνεύμα, στη ζήλια), του δημιουργείται η επιθυμία να τον γλιτώσει απ’ αυτή την κατοχή και να τον βοηθήσει στην «αυτοϋπερνίκησή» του. Θέλουμε να τον κάνουμε άνθρωπο! Αυτό θα ήταν πολύ ωραίο αν μια καινούργια κατοχή δεν έμπαινε
αμέσως στη θέση της παλιάς. Ελευθερώνει όμως κανείς από τη φιλαργυρία κάποιον που είναι δούλος σ’ αυτήν μόνο και μόνο για να τον
παραδώσει στην ευσέβεια, στην ανθρώπινη ιδιότητα ή σε κάποια άλο
λη αρχή, και να τον μεταφέρει και πάλι σε μια έμμονη άποψη.

λες και η κούκλα δεν είναι για το κοριτσάκι το σπουδαιότερο πράγμα, και το Κοράνι για τον Τούρκο. Για όσο καιρό εγώ δεν είμαι το μοναδικό σπουδαίο πράγμα για μένα, δεν έχει σημασία σε ποιο αντικείμενο «δίνω
βάρος», και μόνον το μεγαλύτερο ή μικρότερο έγκλημα που κάνω σε
βάρος του έχει αξία. Ο βαθμός της προσκόλλησης και της αφοσίωσης
μου δείχνει το σημείο της υποτέλειάς μου, ο βαθμός του αμαρτήματός μου δείχνει το μέτρο της κυριότητάς μου.

κάθε κρίση που εκφέρω
για ένα αντικείμενο είναι δημιούργημα της θέλησής μου· κι αυτή η διόραση πάλι με οδηγεί να μην χαθώ μέσα στο δημιούργημα, στην κρίση, αλλά να παραμείνω ο δημιουργός, ο κριτής, που πάντα δημιουργεί εκ νέου. Όλα τα κατηγορήματα των αντικειμένων είναι αποφάνσεις μου, κρίσεις μου, δημιουργήματά μου. Αν θέλουν να αποσπαστούν από μένα και να είναι κάτι δι’ εαυτό ή να επιβληθούν σε μένα,
τότε το πιο επείγον πράγμα που έχω να κάνω είναι να τα πάρω πίσω
στο μηδέν τους, δηλαδή σε μένα, τον δημιουργό

Το αντικείμενο μάς κάνει κατεχόμενους ανθρώπους τόσο με την ιερή μορφή του όσο και με την ανίερη, τόσο ως υπεραισθητό αντικείμενο όσο και ως αισθητό. Η όρεξη ή μανία αναφέρεται και στα δύο, και
η φιλαργυρία και η λαχτάρα για τον ουρανό βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο

Εντελώς διαφορετικό απ’ αυτό το ελεύθερο σκέπτεσθαι είναι το ίδιον σκέπτεσθαι, το σκέπτεσθαι μου, ένα σκέπτεσθαι που δεν με καθοδηγεί, αλλά καθοδηγείται, συνεχίζεται ή διακόπτεται, από μένα όπως μου αρέσει. Η διάκριση αυτού του ιδίου σκέπτεσθαι από το ελεύθερο σκέπτεσθαι είναι παρόμοια μ’ εκείνη της ιδίας αισθητότητας,
την οποία ικανοποιώ όπως μου αρέσει, από την ελεύθερη, αχαλίνωτη
αισθητότητα, στην οποία υποκύπτω.

Μόνον εγώ δεν είμαι μόνον αφαίρεση:
εγώ είμαι το παν του παντός, συνεπώς, ακόμη και αφαίρεση ή τίποτε:
είμαι όλα και τίποτα· δεν είμαι απλή σκέψη, την ίδια στιγμή όμως είμαι γεμάτος σκέψεις, ένας κόσμος σκέψεων

Το «απόλυτο σκέπτεσθαι» είναι το σκέπτεσθαι που ξεχνά ότι είναι δικό μου σκέπτεσθαι, ότι εγώ
σκέπτομαι και ότι αυτό δεν υπάρχει παρά μέσω εμού. Όμως εγώ, ως
εγώ, καταπίνω πάλι το δικό μου, είμαι κύριός του· μόνο τη γνώμη μου
μπορώ ανά πάσα στιγμή να αλλάξω, να την εκμηδενίσω, να την πάρω
πίσω στον εαυτό μου και να την αναλώσω.

Όμως, «οι σκέψεις σας δεν είναι σκέψεις μου και οι δρόμοι σας δεν
είναι δρόμοι μου». Ή μάλλον, εννοώ το αντίθετο: Οι σκέψεις σας είναι
σκέψεις μου, τις οποίες διαθέτω όπως θέλω, και τις οποίες ρίχνω κάτω δίχως έλεος· είναι ιδιοκτησία μου, την οποία εκμηδενίζω όπως θέλω. Δεν περιμένω από σας πρώτα την άδεια για να κονιορτοποιήσω
και να σκορπίσω με ένα φύσημα τις σκέψεις σας. Δεν με ενδιαφέρει
το ότι κι εσείς ονομάζετε αυτές τις σκέψεις δικές σας, παραμένουν δικές μου όπως και να έχει το πράγμα, και το τι θα κάνω μ’ αυτές είναι
δική μου υπόθεση, όχι σφετερισμός.

η ελευθερία της σκέψης υπάρχει όταν μπορώ να έχω όλες τις
δυνατές σκέψεις· οι σκέψεις γίνονται όμως ιδιοκτησία μόνον με το να
μην είναι ικανές να γίνουν κύριες.

Ο καθολικισμός έσερνε τον εξεταζόμενο ενώπιον του δικαστηρίου
της εκκλησιαστικότητας, ο προτεσταντισμός ενώπιον του δικαστηρίου του βιβλικού χριστιανισμού. Η βελτίωση θα ήταν μικρή αν τον έσερναν ενώπιον του δικαστηρίου του λογικού

Το αν η εκκλησία, η Βίβλος ή το λογικό (το οποίο άλλωστε επι-
καλούνταν ήδη ο Λούθηρος και ο Χους) είναι η ιερή αυθεντία δεν έχει
ουσιαστική διαφορά.

Συγκεκριμένα, για το σκέπτεσθαι μου η έναρξη
δεν είναι μια σκέψη αλλά εγώ, και γι’ αυτό είμαι επίσης και σκοπός
του

Μπορώ να απαρνηθώ τόσο λίγο το σκέπτεσθαι όσο το αισθάνεσθαι,
τόσο λίγο τη δραστηριότητα του πνεύματος όσο τη δραστηριότητα
των αισθήσεων

Η δύναμη των λέξεων ακολουθεί εκείνη των πραγμάτων: πρώτα εξαναγκάζεται κανείς με το ραβδί και μετά με την πεποίθηση. Η δύναμη των πραγμάτων ξεπερνά το θάρρος μας, το πνεύμα
μας· απέναντι στη δύναμη μιας πεποίθησης, και συνεπώς της λέξης,
ακόμη και το όργανο βασανισμού και το ξίφος χάνουν τη δύναμη και
την υπεροχή τους

ανεβάζω τον εαυτό μου πάνω από τις αλήθειες και τη δύναμη τους: όπως είμαι πάνω από το αισθητό, έτσι είμαι και πάνω από
την αλήθεια. Μπροστά σε μένα οι αλήθειες είναι τόσο κοινές και αδιάφορες όσο τα πράγματα· δεν με πάνε μακριά και δεν μου εμπνέουν
ενθουσιασμό. Δεν υπάρχει ούτε μια αλήθεια, δικαίωμα, ελευθερία,
ανθρώπινη ιδιότητα κ.ο.κ. που να έχει υπόσταση μπροστά σε μένα,
και στην οποία να υποτάσσομαι. Δεν είναι παρά λέξεις, τίποτε άλλο
από λέξεις, όπως όλα τα πράγματα δεν είναι για τον χριστιανό παρά
«μάταια πράγματα».

Αν υπάρχει έστω μία αλήθεια στην οποία πρέπει να αφιερώσει τη
ζωή του και τις δυνάμεις του ο άνθρωπος επειδή είναι άνθρωπος, τότε
είναι υποταγμένος σε έναν κανόνα, κυριαρχία, νόμο κ.ο.κ, είναι υπηρέτης.

κανένας όμως δεν έχει το καθήκον να σκέφτεται ή να πιστεύει

Καμιά υπόθεση, κανένα
δήθεν «ύψιστο συμφέρον της ανθρωπότητας», καμιά «ιερή υπόθεση»
δεν αξίζει να την υπηρετείς, και να ασχολείσαι μαζί της για χάρη της·
μπορείς να αναζητήσεις την αξία της μόνο στο εξής, στο αν αξίζει κάτι
για σένα για χάρη σου.

Εγώ όμως κάνω διάκριση μεταξύ δουλικής και ιδίας κριτικής. Αν
κριτικάρω κάτω από την προϋπόθεση ενός υπέρτατου όντος, η κριτική μου υπηρετεί το ον και γίνεται για χάρη του

Το καλό» είναι η λυδία λίθος, το κριτήριο. Το καλό, επιστρέφοντας με χίλια ονόματα και μορφές, παρέμενε πάντα η
προϋπόθεση, παρέμενε το δογματικό παγιωμένο σημείο γι’ αυτή την
κριτική, παρέμενε η -έμμονη ιδέα.

αν το σκέπτεσθαι ήταν υποκείμενο, μια προσωπικότητα δρώσα από μόνη της, όπως ακόμη και
το φυτό είναι τέτοιο, τότε δεν θα υπήρχε εγκατάλειψη της αρχής ότι
το σκέπτεσθαι πρέπει να ξεκινά από τον εαυτό του. Ακριβώς όμως η
προσωποποίηση του σκέπτεσθαι προκαλεί τις πολυάριθμες αυτές
πλάνες.

Η «αληθινή» κριτική, την οποία εγώ αποκαλώ
«δουλική», είναι γι’ αυτό εξίσου «ελεύθερη» κριτική, διότι δεν είναι
δική μου.

Πριν από το σκέπτεσθαι μου, υπάρχω -εγώ.

Αυτή η αντιστροφή του συνήθους τρόπου να βλέπουμε τα πράγματα θα μπορούσε να μοιάσει με κενό παιχνίδι με αφαιρέσεις, τόσο πολύ ώστε ακόμη κι εκείνοι εναντίον των οποίων κατευθύνεται θα μπορούσαν να αφεθούν στην αθώα όψη που του δίνω, αν δεν είχε πρακτικές συνέπειες.

Ο δουλικός κριτικός έχει
μπροστά στα μάτια του ένα άλλο ον, μια ιδέα, την οποία θέλει να υπηρετεί· γι’ αυτό, σφαγιάζει μόνο τα ψεύτικα είδωλα για χάρη του
Θεού του. Αυτό που γίνεται από αγάπη γι’ αυτό το ον, τι άλλο είναι
από -έργο της αγάπης; Εγώ όμως, όταν κριτικάρω, δεν έχω μπροστά
στα μάτια μου ούτε καν τον εαυτό μου, αλλά μόνον προκαλώ μια ευχαρίστηση στον εαυτό μου, διασκεδάζω τον εαυτό μου σύμφωνα με
τα γούστα μου: σύμφωνα με τις ανάγκες μου, μασώ το πράγμα ή αναπνέω μόνον το άρωμά του.

Και με τι μετράς και αναγνωρίζεις την αληθινή σκέψη; Με την ανημποριά σου, δηλαδή με το ότι δεν μπορείς πια
να την πιάσεις από πουθενά! Όταν αυτή σε υποτάσσει, σε ενθουσιάζει και σε παρασύρει, τότε τη θεωρείς αληθινή. Η κυριαρχία της πάνω σου πιστοποιεί για σένα την αλήθεια της· και όταν σε κατέχει και
εσύ είσαι κατεχόμενος απ’ αυτήν, είσαι ικανοποιημένος επειδή έχεις
βρει τον -κύριο και αφέντη σου. Όταν αναζητούσες την αλήθεια, τι
λαχταρούσε η καρδιά σου; Τον κύριό σου!

Η αλήθεια είναι σίγουρη για μένα, και δεν χρειάζεται να τη
λαχταρώ. Το να προσφέρω μια υπηρεσία στην αλήθεια, δεν είναι καθόλου πρόθεσή μου· είναι για μένα μόνον ένα μέσο διατροφής για το
σκεπτόμενο κεφάλι μου, όπως είναι οι πατάτες για το στομάχι μου
που χωνεύει ή όπως είναι ένας φίλος για την κοινωνική μου καρδιά.

Η αλήθεια είναι ένα -δημιούργημα.
Όπως παράγετε αναρίθμητα πράγματα με τη δραστηριότητά σας,
ναι, διαμορφώνετε εκ νέου την επιφάνεια της γης και στήνετε παντού
ανθρώπινα έργα, μπορείτε ακόμη να ανακαλύψετε αναρίθμητες αλήθειες με το σκέπτεσθαι σας, και εμείς θέλουμε πρόθυμα να χαρούμε
μ’ αυτές. Μολαταύτα, όπως δεν μου αρέσει να παραδοθώ για να υπηρετήσω μηχανικά τις μηχανές που ανακαλύψατε πρόσφατα, αλλά
μόνο να βοηθήσω να λειτουργούν αυτές για δικό μου όφελος, έτσι θέλω μόνο να χρησιμοποιήσω τις αλήθειες σας, δίχως να αφήνομαι να
χρησιμοποιούμαι για τις απαιτήσεις τους.
Όλες οι αλήθειες κάτω από μένα είναι της αρεσκείας μου· μια αλήθεια πάνω από μένα, μια αλήθεια από την οποία θα έπρεπε να καθοδηγούμαι, δεν την γνωρίζω. Για μένα δεν υπάρχει αλήθεια, διότι τίποτε δεν είναι παραπάνω από μένα! Ούτε καν η ουσία μου ούτε η ουσία
του ανθρώπου είναι παραπάνω από μένα, αυτή τη «σταγόνα στον ωκεανό», αυτόν τον «ασήμαντο άνθρωπο»!

Εγώ είμαι το κριτήριο της αλήθειας, αλλά δεν είμαι ιδέα, αλλά κάτι παραπάνω από ιδέα, δηλαδή
ανείπωτος. Η κριτική μου δεν είναι «ελεύθερη», δεν είναι ελεύθερη από μένα, και δεν είναι «δουλική», δεν είναι στην υπηρεσία μιας ιδέας,
αλλά είναι ιδία μου κριτική.
Η αληθινή ή ανθρώπινη κριτική προσπαθεί να βρει αν κάτι ταιριάζει στον άνθρωπο, στον αληθινό άνθρωπο· αλλά μέσω της ιδίας κριτικής εσύ ανακαλύπτεις αν αυτό ταιριάζει σε σένα.

Ίσως κι εγώ, την επόμενη ακριβώς στιγμή, να αμυνθώ ενάντια στις
προηγούμενες σκέψεις μου· κι εγώ μπορεί να αλλάξω ξαφνικά τον
τρόπο δράσης μου· αλλά όχι επειδή δεν αντιστοιχεί προς τον χριστιανισμό, όχι επειδή πηγαίνει ενάντια στα αιώνια ανθρώπινα δικαιώματα, όχι επειδή χτυπάει καταπρόσωπο την ιδέα της ανθρωπιάς, της ανθρώπινης ιδιότητας και του ανθρωπισμού, αλλά -επειδή εγώ δεν είμαι πια το παν σ’ αυτόν, επειδή δεν μου παρέχει πια πλήρη απόλαυ-
ση, επειδή αμφιβάλλω για την προγενέστερη σκέψη μου ή δεν μου αρέσει πια ο τρόπος δράσης που εφάρμοζα

δεν θα ανατρίχιαζα πια μπροστά σε μια σκέψη,
κι ας φαινόταν όσο αλαζονική και «διαβολική» ήθελε, επειδή, αν απειλεί να γίνει πολύ στενόχωρη και δυσάρεστη σε μένα, το τέλος της βρίσκεται υπό τη δύναμή μου

Καμιά σκέψη δεν είναι ιερή, διότι καμιά σκέψη δεν περνάει για «ευσέβεια»· κανένα αίσθημα δεν είναι ιερό (δεν υπάρχει ιερό αίσθημα
φιλίας, μητρικό αίσθημα κ.ο.κ.), καμιά πίστη δεν είναι ιερή. Είναι όλες απαλλοτριώσιμες, η απαλλοτριώσιμη ιδιοκτησία μου, και όπως τις
δημιουργώ, έτσι και τις εκμηδενίζω.

Ασύνειδα και αθέλητα πασχίζουμε όλοι για την κυριότητα

ο «εγωιστής», τον οποίο έχει γεννήσει ο ανθρωπισμός σήμερα σαν
διάβολο της μόδας, δεν είναι μια απλή ανοησία; Ο εγωιστής, μπροστά
στον οποίο τρέμουν οι ανθρωπιστές, είναι ένα στοιχειό τόσο όσο είναι
και ο διάβολος: υπάρχει μόνον ως φάντασμα που τρομάζει και ως φανταστικό σχήμα μέσα στα κεφάλια τους

Είμαστε όλοι τέλειοι, και σ’ όλη τη γη δεν υπάρχει ούτε ένας άνθρωπος που να είναι αμαρτωλός!

ο κόσμος βρίθει από τρελούς που νομίζουν πως είναι αμαρτωλοί

Η αμαρτία τους είναι φανταστική.
Ωστόσο, μπορεί να αντιτείνει κανείς επίβουλα ότι η τρέλα τους ή η
«κατάστασή τους του κατεχόμενου» είναι τουλάχιστον η αμαρτία
τους. Η «κατάσταση τους του κατεχόμενου» δεν είναι τίποτε άλλο
απ’ αυτό που μπόρεσαν να παράγουν, το αποτέλεσμα της ανάπτυξής
τους, όπως η πίστη του Λούθηρου στη Βίβλο ήταν αυτό που ήταν ικανός να πετύχει

Δεν υπάρχει αμαρτωλός και αμαρτωλός εγωισμός!
Φύγε μακριά μου με τη «φιλανθρωπία» σου! Σύρσου, εσύ φιλάνθρωπε, μέσα στα «άντρα του ελαττώματος», μείνε για λίγο μέσα στον
συνωστισμό της μεγάλης πόλης: δεν θα βρεις παντού αμαρτία, αμαρτία και πάλι αμαρτία;

είσαι αυτός που τους ρίχνει στον βούρκο της αμαρτίας, αυτός που τους διαχωρίζει σε ανθρώπους με ελαττώματα και ενάρετους
ανθρώπους, σε ανθρώπους και μη ανθρώπους, αυτός που τους λερώνει με τα πτύελα της δικής του «κατάστασης του κατεχόμενου»· διότι
δεν αγαπάς τους ανθρώπους, αλλά τον άνθρωπο. Εγώ όμως σου λέω
πως ποτέ δεν είδες κανέναν αμαρτωλό -μόνο τον ονειρεύτηκες.

είμαι μοναδικός. Γι’ αυτό και οι απαιτήσεις μου είναι μοναδικές, και οι
πράξεις μου· κοντολογίς, το καθετί σε μένα είναι μοναδικό. Και μόνον ως αυτό το μοναδικό εγώ ιδιοποιούμαι εγώ τα πάντα, καθώς δραστηριοποιώ και αναπτύσσω τον εαυτό μου μόνον ως αυτό το εγώ. Δεν
αναπτύσσομαι ως άνθρωπος ούτε αναπτύσσω τον άνθρωπο, αλλά, ως
εγώ, αναπτύσσω -τον εαυτό μου.
Αυτό είναι το νόημα του -μοναδικού.

Η ιδέα δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί παραμένοντας ιδέα, αλλά μόνον όταν πεθαίνει ως ιδέα·

Στους Αρχαίους, η οικογένεια, το κράτος, η πατρίδα κ.ο.κ είναι θεϊκά εφόσον είναι υπαρκτά
πράγματα· στους νεότερους, η θεϊκότητα έρχεται μόνο μετά, το υπαρκτό είναι αμαρτωλό και γήινο και πρέπει να «λυτρωθεί»

Επειδή όμως τόσο ο χριστιανισμός όσο και η αρχαιότητα έχουν να
κάνουν με το θεϊκό, καταλήγουν πάντα σ’ αυτό, έστω κι από τους πιο
αντίθετους δρόμους

να θυμίσω το ποίημα του Λενάου 34 3
Drei Zigeuner.
-Πώς, είμαι εγώ στον κόσμο για να πραγματοποιώ ιδέες; Για να συνεισφέρω, μέσω της ιδιότητάς μου του πολίτη, στην πραγματοποίηση
της ιδέας «κράτος» ή μέσω του γάμου, ως σύζυγος και πατέρας, στο
να δώσω ύπαρξη στην ιδέα της οικογένειας; Τι με νοιάζει μια τέτοια
κλήση! Ζω σύμφωνα με μια κλήση τόσο λίγο όσο αναπτύσσεται και
ευωδιάζει ένα λουλούδι σύμφωνα με μια κλήση.

Λένε για τον Θεό, «ονόματα δεν σε ονομάζουν». Αυτό ισχύει για μένα: καμιά έννοια δεν με εκφράζει, τίποτε απ’ όλα όσα χαρακτηρίζονται ουσία μου δεν με εξαντλεί· είναι μόνον ονόματα. Ομοίως, λένε
για τον Θεό πως είναι τέλειος και δεν έχει καμιά κλήση να πασχίζει
για τελειότητα. Το ίδιο ισχύει μόνο για μένα.
Είμαι ιδιοκτήτης της δύναμής μου, και είμαι τέτοιος όταν ξέρω πως
είμαι μοναδικός. Στον μοναδικό ο ίδιος ο ιδιοκτήτης επιστρέφει στο
δημιουργικό μηδέν, από το οποίο γεννήθηκε. Κάθε ανώτερη ουσία
πάνω από μένα, είτε ο Θεός είτε ο άνθρωπος, αδυνατίζει το αίσθημα
της μοναδικότητάς μου και χλομιάζει μόνο μπροστά στον ήλιο αυτής
της συνείδησης. Αν τοποθετήσω την υπόθεσή μου σε μένα344, στον μοναδικό, τότε αυτή στηρίζεται στον φθαρτό, στον θνητό δημιουργό της,
ο οποίος αναλώνει τον εαυτό του, και μπορώ να πω:
Τοποθέτησα την υπόθεσή μου στο τίποτα.